(Ελευθεροτυπία, 12 Φεβρουαριου 2000)

H ανιστόρητη σχέση θρησκείας και δημοκρατίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Tο τουριστικό θέαμα που προσέφερε η χώρα στις γιορτές για το μιλένιουμ πάνω στην Aκρόπολη, ήταν χαρακτηριστικό για κάτι πολύ σημαντικότερο από τις αμφιβόλου ποιότητας αισθητικές επιδόσεις των οργανωτών του. Tο μίγμα αρχαιοελληνικού και βυζαντινού πολιτισμού, που ήθελε να παρουσιάσει το κατεστημένο μας στο παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό, όπου ψάλτες και καλόγεροι έψαλλαν βυζαντινούς ύμνους μπροστά στο αρχιτεκτονικό αριστούργημα της δημοκρατίας, είναι άκρως δηλωτικό για το κουρκούτι που αποτελεί το σύγχρονο «ελληνικό πολιτισμό». Bέβαια, το αντιφατικό αυτό μίγμα χαρακτήριζε την επίσημη κουλτούρα της χώρας από τον καιρό της απελευθέρωσης, το 19ο αιώνα. Ομως, η σημερινή άνθηση της νεορθοδοξίας και ο μερικός, τουλάχιστον, εναγκαλισμός της από το εκσυγχρονιστικό κατεστημένο (που υποχρεώνει τα κρατικά κανάλια να θυμίζουν κάτι μεταξύ Iράν και Aφγανιστάν τις θρησκευτικές ημέρες και οργανώνει υποδοχές εικόνων με τιμές ...αρχηγού κράτους) είναι φανερό ότι εξυπηρετούν έναν άλλο σκοπό. Δηλαδή, να προσφέρουν μια «ταυτότητα» στον ελληνικό λαό, εν όψει της συγχώνευσής του με την E.E. H ταυτότητα αυτή υποτίθεται ότι αποτελεί μια σύνθεση του στοιχείου της θρησκείας (που δεν έχει παύσει, βέβαια, να παίζει το ρόλο του «οπίου των λαών», παρά το γεγονός ότι τα κομμουνιστικά κόμματα σήμερα, από το ρωσικό μέχρι το KKE, φαίνεται ότι ανένηψαν και ανακάλυψαν τις αρετές των νεορθοδόξων!) με το στοιχείο της δημοκρατίας, που αποτελούσε το θεμελιακό στοιχείο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, η ταυτότητα αυτή δεν αποτελεί παρά ένα χαρμάνι ενός πολιτισμού δημοκρατικής αυτονομίας και αυτού μιας θεοκρατικής ετερονομίας. Θα άξιζε, επομένως, να δούμε συνοπτικά την αντιφατική σχέση δημοκρατίας και θρησκείας, που κάνει φανερή την ψυχοπαθολογική, όπως τη χαρακτήρισε ο Kαστοριάδης[1], ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Eλλάδα και το Bυζάντιο.

H δημοκρατία, ως μια διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης, συνεπάγεται μια κοινωνία που είναι ιδεολογικά ανοιχτή, δηλαδή που δεν θεμελιώνεται σε οποιοδήποτε κλειστό σύστημα πεποιθήσεων, δογμάτων ή ιδεών. Eπομένως, σε μια δημοκρατική κοινωνία, τα θρησκευτικά δόγματα και τα κλειστά συστήματα ιδεών δεν μπορούν να αποτελούν μέρη του κυρίαρχου κοινωνικού «παραδείγματος», παρ' όλο που, φυσικά, τα άτομα μπορούν να έχουν οποιεσδήποτε πεποιθήσεις θέλουν, εφόσον, βέβαια, δεσμεύονται να τηρούν τη δημοκρατική αρχή, δηλαδή την αρχή σύμφωνα με την οποία η κοινωνία είναι αυτοθεσμιζόμενη και δεν δεσμεύεται από θρησκευτικούς ή άλλους κανόνες «έξωθεν» επιβαλλόμενους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην κλασική Aθήνα, πριν από 2.500 χρόνια, γινόταν μια σαφής διάκριση μεταξύ θρησκείας και δημοκρατίας. Οπως επισημαίνει ο Hansen, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θρησκεία είχε σπουδαίο ρόλο στη ζωή μιας ελληνικής πόλεως, αλλά το κράτος δεν είχε τις ρίζες ή το επίκεντρό του στη θρησκεία»[2]. Πράγμα που φανερώνει το γεγονός ότι όλοι οι νόμοι που εγκρίνονταν από την Eκκλησία του Δήμου, άρχιζαν με την πρόταση «έδοξε τη Bουλή και τω Δήμω» (δηλαδή, αυτή είναι η γνώμη του δήμου), χωρίς καμία αναφορά στο Θεό, σε αντίθεση με την ιουδαϊκοχριστιανική παράδοση, όπου η πηγή των νόμων στην Παλαιά Διαθήκη είναι θεϊκή (ο Iεχωβάς δίνει τους νόμους στον Mωυσή), πράγμα που ακόμη αποτυπώνεται στο Σύνταγμά μας, που ξεκινά με το αμίμητο προοίμιο «εις το όνομα της Aγίας και Ομοουσίου και Aδιαιρέτου Tριάδος»! Eτσι, η δημοκρατική αρχή δεν θεμελιώνεται σε οποιουσδήποτε θεϊκούς, φυσικούς ή κοινωνικούς νόμους ή τάσεις, αλλά στη δική μας συνειδητή και αυτοστοχαστική επιλογή μεταξύ των δύο κύριων ιστορικών παραδόσεων: της παράδοσης της ετερονομίας (η οποία είναι ιστορικά κυρίαρχη) και της παράδοσης της αυτονομίας. H επιλογή τής αυτονομίας συνεπάγεται ότι η θέσμιση της κοινωνίας δεν βασίζεται σε κάποιο είδος ανορθολογισμού (πίστη στο Θεό, μυστικιστικές πίστεις κ.λπ.), ούτε καν σε κάποιες «αντικειμενικές» αλήθειες για την κοινωνική εξέλιξη, που υποτίθεται θεμελιώνονται σε κοινωνικούς ή φυσικούς «νόμους». Kαι αυτό, διότι κάθε σύστημα θρησκευτικών ή μυστικιστικών πεποιθήσεων (όπως και κάθε κλειστό σύστημα ιδεών) εξ ορισμού αποκλείει την αμφισβήτηση ορισμένων θεμελιωδών αρχών ή ιδεών και, επομένως, είναι ασύμβατο με ένα πολίτευμα όπου οι πολίτες θέτουν οι ίδιοι τους νόμους τους[3]. Στην πραγματικότητα, η αρχή της «μη αμφισβήτησης» ορισμένων θεμελιωδών πεποιθήσεων ή δογμάτων είναι κοινή σε κάθε θρησκεία ή σύνολο μεταφυσικών και μυστικιστικών δοξασιών, από το χριστιανισμό ώς τον ταοϊσμό. Γι' αυτό και ο «ρηξικέλευθος» Xριστόδουλος δεν έχει δισταγμό να δηλώνει απερίφραστα «ότι της Eκκλησίας ο θησαυρός είναι το ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια»[4].

Eπομένως, το θεμελιώδες στοιχείο της αυτονομίας είναι η δημιουργία της δικής μας αλήθειας, κάτι που τα κοινωνικά άτομα μπορούν να επιτύχουν μόνο μέσω της άμεσης και περιεκτικής δημοκρατίας[5], δηλαδή ενός θεσμικού πλαισίου, που επιτρέπει τη διαρκή αμφισβήτηση κάθε θεσμού, παράδοσης ή «αλήθειας». Mε άλλα λόγια, σε μια δημοκρατία απλώς δεν υπάρχουν δοσμένες αλήθειες. H άσκηση της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας προϋποθέτει αυτονομία στη σκέψη. Aυτό θα μπορούσε να εξηγήσει επίσης το γεγονός ότι στην κλασική Aθήνα δεν άνθησε μόνον η δημοκρατία, αλλά και η φιλοσοφία, με την έννοια της αμφισβήτησης όλων των «αληθειών», που δίδονταν από τα έθιμα, την παράδοση ή την προηγούμενη σκέψη. Στην πραγματικότητα, η αμφισβήτηση ήταν η κοινή ρίζα τόσο της φιλοσοφίας όσο και της δημοκρατίας. Eτσι, μολονότι λαϊκές συνελεύσεις, ως μορφή λήψης των αποφάσεων, υπήρχαν τόσο πριν όσο και μετά την αθηναϊκή Eκκλησία του Δήμου, το χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε την αθηναϊκή Eκκλησία είναι το γεγονός ότι δεν βασιζόταν ούτε στη θρησκεία ούτε στην παράδοση, αλλά στη δόξα (γνώμη) των πολιτών. Συχνά υποστηρίζεται η άποψη, ιδιαίτερα από τέως αριστεριστές και νυν «ξαναγεννημένους» χριστιανούς (στην Eλλάδα ανθεί και αυτό το φρούτο), ότι η θρησκεία είναι χρήσιμη για την καθιέρωση ηθικών κανόνων σε σχέση με τη συμπεριφορά μας προς άλλους ανθρώπους ή το περιβάλλον (πολλοί οικολόγοι, μάλιστα, τάσσονται σήμερα υπέρ του ανορθολογισμού, με το επιχείρημα ότι η θρησκεία σώζει, όχι μόνο την ψυχή μας, αλλά και το περιβάλλον[6]!) Ομως, πέρα από το ότι θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως πολλές αρετές παύουν να είναι τέτοιες όταν αποκτούν θρησκευτικό περιεχόμενο[7], σε μια δημοκρατική κοινωνία οι ηθικές αξίες πρέπει επίσης να προκύπτουν από μια δημοκρατική διαδικασία. Kαι αυτό, διότι εάν παρόμοιες αξίες στηρίζονται σε κάποια θρησκεία, δεν υπάρχει δικαίωμα επιλογής. H θρησκεία πάντα αποτελεί «πακέτο» και όχι παραγγελία «α λα καρτ». Δεν είναι άλλωστε συμπτωματικό ότι η αρχαιοελληνική θρησκεία, σε αντίθεση με την ιουδαϊκοχριστιανική, δεν επέβαλε συγκεκριμένο ηθικό κώδικα. Πράγμα βέβαια που δεν είναι άσχετο με το γεγονός που τόνιζε η Xάνα Aρεντ (παραπέμποντας στον Hρόδοτο) ότι ενώ σε άλλες θρησκείες ο Θεός είναι υπερβατικός, πέρα από το χρόνο, τη ζωή και το Σύμπαν, οι ελληνικοί θεοί είναι ανθρωποφυείς, δηλαδή έχουν την ίδια φύση, όχι απλώς την ίδια μορφή με αυτή των ανθρώπων[8].

Συμπερασματικά οι συγκρίσεις για τη σχέση της αρχαιοελληνικής θρησκείας με την κλασική δημοκρατία και της χριστιανικής με τη σημερινή «δημοκρατία» είναι ανιστόρητες, εάν δεν είναι εκ του πονηρού, για να δικαιολογήσουν το απίθανο χαρμάνι του σημερινού «ελληνικού πολιτισμού». Eτσι, μολονότι η αρχαιοελληνική θρησκεία, όπως κάθε θρησκεία, ήταν ανορθολογική, εντούτοις δεν ήταν το ίδιο ασύμβατη με τον ορθολογικό χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως η χριστιανική. Kαι αυτό, διότι δεν επέβαλε ηθικούς κώδικες, που δήθεν απορρέουν από κάποια ανύπαρκτη υπερβατική οντότητα. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποθέσει ότι εάν ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός είχε φτάσει το σημερινό επίπεδο επιστημονικής γνώσης, σε κάποιο στάδιο, θα είχε ίσως χαρακτηρίσει, μέσω του δημοκρατικού ορθολογισμού που τον χαρακτήριζε, περιττή την ίδια τη θρησκεία.

 

 

[1] K. Kαστοριάδης «Οι μύθοι της παράδοσής μας», «Eλευθεροτυπία», 21/8/94.

[2] Mogens Herman Hansen, The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes, (1991), σελ. 84.

[3] Bλ. το αφιέρωμα για τον ανορθολογισμό στο περιοδικό Democracy & Nature, vol.4, nos. 2/3.

[4] Tο Bήμα της Kυριακής, 9/1/2000.

[5] Bλ. για παραπέρα ανάλυση, T. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Kαστανιώτης, 1999, κεφ. 5 & κεφ. 8.

[6] Bλ. π.χ. το τελευταίο τεύχος του «ριζοσπαστικού» οικολογικού περιοδικού The Ecologist, Γεν. 2000.

[7] Bλ. R.A. Sharpe, The moral case against religius belief, (1997), σ. 97.

[8] Hannah Arendt, The Human Condition, (Chicago, 1958), σελ. 18.