Ο μύθος του τέλους της παγκοσμιοποίησης (2)

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/06/01)

 

Σε προηγούμενο ομότιτλο άρθρο[1] είχα αναφερθεί στον μύθο της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι η παγκοσμιοποίηση έφθασε τα όρια της. Ο μύθος αυτός αναζωπυρώθηκε στο πρόσφατο φόρουμ της Monde Diplomatique και της Κ.Ε.,[2] προφανώς διότι η Αριστερά αυτή, που παλαιότερα μιλούσε για την παγκοσμιοποίηση ως ιδεολόγημα, χίμαιρα κ.λπ., αφού είδε και απόειδε ότι η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν εξαφανιζόταν με ξόρκια, δεν έχει άλλη διέξοδο για να δικαιολογήσει την στάση της από την προσφυγή στη μυθολογία. Θα άξιζε λοιπόν να δούμε λεπτομερώς τα σχετικά επιχειρήματα .

Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλουν οι υποστηρικτές της άποψης αυτής είναι ιστορικό. Η περίοδος 1870-1914, υποστηρίζεται, είχε δει μία παρόμοια και μάλιστα εντατικότερη παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως κατέρρευσε αφού οδήγησε προηγούμενα σε «ρήγματα στην κοινωνική τάξη». Και είναι αλήθεια ότι τότε, όπως και σήμερα, η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς συνοδεύθηκε από την πρώτη συστηματική απόπειρα των οικονομικών ελίτ να εγκαθιδρύσουν μία αμιγή φιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, με την έννοια του ελεύθερου εμπορίου, μίας «ελαστικής» αγοράς εργασίας και ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (Κανόνας Χρυσού)[3]. Ωστόσο, αυτή η πρώτη απόπειρα απέτυχε και η φιλελεύθερη νεωτερικότητα κατέρρευσε, καθώς δεν πληρούσε την αναγκαία συνθήκη για μία αυτορυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς, δηλαδή τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές για τα εμπορεύματα και το κεφάλαιο και τις ελαστικές αγορές εργασίας. Προφανώς, τέτοιες αγορές δεν ήταν εφικτές σε μία περίοδο όπου μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις όπως η Αγγλία και η Γαλλία ασκούσαν ακόμη, σχεδόν μονοπωλιακό, έλεγχο πάνω σε σημαντικά τμήματα του πλανήτη που αποικιοκρατείτο, σε βάρος μικρότερων αποικιοκρατικών δυνάμεων όπως η Γερμανία και ανερχόμενων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι η διεθνοποίηση τότε στηριζόταν στα έθνη-κράτη, αντίθετα με τη σημερινή που στηρίζεται σε ένα νέο φαινόμενο: τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Σήμερα επομένως, παρά τα ανοητολογήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς για το τέλος της παγκοσμιοποίησης, για πρώτη φορά στην ιστορία της οικονομίας της αγοράς υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μίας αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή για την ολοκλήρωση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται από τη ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι εφόσον η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί ανισότητες, τις οποίες δεν έχει διορθωτικούς μηχανισμούς για να αντιμετωπίσει, δεν μπορεί να επιβιώσει ως σύστημα. Όμως το επιχείρημα αυτό είναι όχι μόνο ανιστόρητο αλλά και αβάσιμο. Είναι ανιστόρητο, διότι παρόμοιοι αποτελεσματικοί μηχανισμοί αναπτύχθηκαν μόνο στον Πρώτο Κόσμο και για μία περιορισμένη ιστορικά περίοδο, δηλαδή την περίοδο της κρατικιστικής νεωτερικότητας (μέσα δεκαετίας 1930 – μέσα δεκαετίας 1970). Οι μηχανισμοί αυτοί σήμερα δεν έχουν καταργηθεί εντελώς αλλά έχουν πάρει διαφορετική μορφή με την αντικατάσταση του κράτους-πρόνοιας από τα σημερινά «ασφαλιστικά δίκτυα». Ο ρόλος επομένως του κράτους σε σχέση με την αγορά σήμερα είναι πολύ διαφορετικός τόσο από το ρόλο που είχε στη φάση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας, όταν αυτοπεριοριζόταν στο ρόλο του νυχτοφύλακα, όσο και από το ρόλο που είχε στην περίοδο της κρατικιστικής νεωτερικότητας, όπου έπαιζε το ρόλο του φύλακα-αγγέλου που προφύλασσε την κοινωνία από τις αγορές. Στη νέα σύνθεση, το κράτος, ως τμήμα της διεθνοποιημένης αγοράς, έχει διπλό στόχο: να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του περιβάλλοντος της αγοράς και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της «αποτελεσματικότητας» – (δηλ. των κερδών) αλλά και την επιβίωση και τον έλεγχο του περιθωριοποιημένου τμήματος του πληθυσμού. Ακόμη, το επιχείρημα είναι αβάσιμο διότι, όσον αφορά στην οικονομική πλευρά, δεν υπάρχει κανένας οικονομικός μηχανισμός που οδηγεί στην κατάρρευση της οικονομίας της αγοράς όταν διευρύνονται οι ανισότητες. Η παλιά θεωρία της υποκατανάλωσης, ότι δηλαδή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι δυνατή σε ένα πλαίσιο μεγάλης ανισότητας που οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλή ζήτηση, αποδείχθηκε ότι δεν ισχύει στη σημερινή οικονομία. Όσο  τα στρώματα που απαρτίζουν την «κοινωνία των 2/3» επεκτείνουν την κατανάλωσή τους, δεν δημιουργείται κανένα σοβαρό πρόβλημα για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης. Τέλος, όσον αφορά στην κοινωνική πλευρά, η διεύρυνση των ανισοτήτων πράγματι επιφέρει κοινωνικές συγκρούσεις. Όμως, στον βαθμό που τα θύματα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης δεν αποτελούν την πλειοψηφία στις χώρες του Βορρά, και συγχρόνως αποπροσανατολίζονται από τη ρεφορμιστική Αριστερά σε αμυντικούς αγώνες, οι συγκρούσεις αυτές είναι ελέγξιμες. Στις συνθήκες αυτές, ο μόνος σημαντικός κίνδυνος προέρχεται από το Νότο όπου είναι πράγματι αδύνατο να δημιουργηθούν κοινωνίες των 2/3, ενώ οι ανισότητες στο εσωτερικό τους αλλά και σε σχέση με το Βορρά διευρύνονται. Αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η υπερεθνική ελίτ που διαχειρίζεται την παγκοσμιοποίηση εξαπέλυσε τον διαρκή πόλεμο κατά της τρομοκρατίας: για να συντρίψει κάθε κίνημα στο Νότο που θα αμφισβητούσε την ενσωμάτωση στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς καθώς και για να υποτάξει τα κοινωνικά κινήματα, ιδιαίτερα αυτό της αντιπαγκοσμιοποίησης, μέσα στον ίδιο το Βορρά .

Ένα τρίτο επιχείρημα αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη της παγκοσμιοποίησης με βάση το γεγονός ότι οι ροές κεφαλαίου σήμερα είναι βασικά μεταξύ χωρών της «Τριάδας» (NAFTA, ΕΕ και Άπω Ανατολή) και δεν εξαπλώνονται σε όλον τον κόσμο. Όμως το γεγονός αυτό δεν αποτελεί άρνηση του ίδιου του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, εφόσον η θεσμική υποδομή της παγκοσμιοποίησης (ανοικτές και ελαστικές αγορές) έχει σήμερα καθολικευθεί. Απλώς φανερώνει τον ανισομερή χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης και της ανάπτυξης στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Αλλά η καπιταλιστική ανάπτυξη πάντα ήταν ανισομερής, είτε στηριζόταν στην εσωτερική αγορά, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, είτε στην διεθνοποιημένη αγορά, όπως σήμερα. Το να υποθέτουμε επομένως ότι η μη ουσιαστική συμμετοχή μεγάλου μέρους του Νότου στην αναπτυξιακή διαδικασία της παγκοσμιοποίησης σημαίνει ότι η ίδια η παγκοσμιοποίηση είναι χίμαιρα είναι το ίδιο ανόητο με το να υποθέτουμε ότι η μη ουσιαστική συμμετοχή του Νότου στην καπιταλιστική αναπτυξιακή διαδικασία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 (δηλ. η υπανάπτυξή του) σήμαινε ότι η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν χίμαιρα. Προφανώς, για τα μητροπολιτικά κέντρα, ούτε η ανάπτυξη ούτε η παγκοσμιοποίηση είναι χίμαιρες.

Αντίστοιχα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι η παγκοσμιοποίηση είναι χίμαιρα διότι δήθεν δε φέρνει κάποια Νέα Τάξη πραγμάτων αλλά αντίθετα οδηγεί προς μία νέα βαρβαρότητα. Η παγκοσμιοποίηση πράγματι αποτελεί μία Νέα Τάξη τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Κάθε «Τάξη» όμως στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς αναπόφευκτα αποτελεί βαρβαρότητα και η παγκοσμιοποίηση απλώς αποτελεί αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος αυτού και όχι «κακή» πολιτική, όπως ανοηταίνει η ρεφορμιστική Αριστερά. Το ίδιο αβάσιμα είναι τα επιχειρήματα ότι η παγκοσμιοποίηση δεν έφερε την ειρήνη αλλά τον μιλιταρισμό. Όμως η παγκοσμιοποίηση πράγματι απέκλεισε τους παγκόσμιους πόλεμους, εφόσον είναι πια αδιανόητος ο πόλεμος μεταξύ των χωρών της Τριάδας σε μία διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Όχι όμως βέβαια και αυτός μεταξύ χωρών του Βορρά και του Νότου, ή μεταξύ χωρών του Νότου —κάτι απόλυτα συμβατό με τον ανισομερή χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης.

Συμπερασματικά, η παγκοσμιοποίηση εντείνεται συνεχώς όπως δείχνει η συνεχής επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων, των ελαστικών αγορών εργασίας (μερική απασχόληση κ.λπ.). Η σύσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Κατάρ πριν μερικούς μήνες, που αποφάσισε την έναρξη νέου γύρου διαπραγματεύσεων για την παραπέρα επέκταση της παγκοσμιοποίησης, είναι ενδεικτική. Ο στόχος είναι φανερός: η δημιουργία μίας πελώριας ενιαίας απορυθμισμένης αγοράς που θα ελέγχεται από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, πάνω στην οποία οι κοινωνικοί έλεγχοι για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος θα είναι ελαχιστοποιημένοι. Tα φληναφήματα επομένως για το τέλος της παγκοσμιοποίησης και τα αντίστοιχα ευχολόγια της ρεφορμιστικής Αριστεράς για ένα «μετρημένο καπιταλισμό» απλώς συσκοτίζουν τα πραγματικά συστημικά αίτια της παγκοσμιοποίησης και υποδηλώνουν την παραίτηση αυτής της Αριστεράς από έναν αντισυστημικό αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης και τη συνακόλουθη προσφυγή της σε αναλύσεις που απορρίπτουν τον «συστημικό» χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

 

 


[2] βλ. Φ. Γκολούμπ και Κ. Βεργόπουλο «Ε», 16/05/2002

http://www.enet.gr/online/online_print?id=58629816

& «Κ.Ε.» 19/05/2002  http://www.enet.gr/online/online_print?id=68077544

[3] βλ. για σχετική ανάλυση και στατιστικά στοιχεία, Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002) κεφ. 1