Ελευθεροτυπία (27 Ιουλίου 2002)


Τρομοκρατία και δημοκρατία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Όπως προσπάθησα να δείξω στο προηγούμενο άρθρο (13/7) (Η τρομοκρατία ως πολιτική βία), η θεσμοποίηση της ασυμμετρίας (δηλαδή της άνισης κατανομής) της εξουσίας/δύναμης σε όλες τις μορφές της είναι η απώτερη αιτία της τρομοκρατίας.[1] Η τρομοκρατία κάθε μορφής, είτε δηλαδή προέρχεται «από τα επάνω» (τον κρατικό μηχανισμό, τις οικονομικές ελίτ κ.λπ.) είτε ξεκινά «από τα κάτω» και παίρνει τη μορφή λαϊκής τρομοκρατίας (δηλαδή της αντιβίας που στηρίζεται σε λαϊκό κίνημα εναντίον της θεσμοποιημένης βίας) ή ακόμη και αυτή της ατομικής τρομοκρατίας (όπως συμβαίνει στην περίπτωση ατόμων ή οργανώσεων που μολονότι δεν έχουν οργανικούς δεσμούς με λαϊκά κινήματα κινούνται με βάση πολιτικούς στόχους) είναι σαφές ότι αποτελεί μορφή πολιτικής βίας. Επομένως η τρομοκρατία κάθε μορφής θα πρέπει να κριθεί, πέρα από τα ηθικά, με καθαρά πολιτικά κριτήρια και όχι με νομικίστικα κριτήρια (έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου κ.λπ., όπως υποστηρίζουν οι ελίτ για να καταδικάσουν κάθε τρομοκρατία που δεν προέρχεται από τις ίδιες).

Στο ηθικό επίπεδο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε πολιτική δραστηριότητα που χρησιμοποιεί ως κύριο μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων την προσβολή της ανθρώπινης ζωής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως το απόλυτο αγαθό, είναι απορριπτέα. Αποτελεί άλλωστε ηθική εξαχρείωση το να χρησιμοποιούν οι καταπιεσμένοι τις ίδιες κτηνώδεις μεθόδους (δολοφονίες κ.λπ.) που χρησιμοποιούν και οι καταπιεστές ―κάτι που τους εθίζει στην πολιτική βία με όλα τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που αυτό συνεπάγεται σε σχέση με τη μορφή που θα πάρει η εναλλακτική κοινωνία εάν επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους. Οι μόνες περιπτώσεις όπου η πολιτική βία θα μπορούσε να αιτιολογηθεί ηθικά είναι οι περιπτώσεις της επανάστασης/εξέγερσης και της συλλογικής ή ατομικής αυτο-άμυνας εναντίον της φυσικής βίας που χρησιμοποιούν οι ελίτ και οι μηχανισμοί τους.

Εξίσου όμως απορριπτέα είναι η τρομοκρατία και στο πολιτικό επίπεδο, από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Η φυσική βία βρίσκεται έξω από το πεδίο του «λόγον διδόναι», δηλαδή «του να δίνεις λόγο και λογαριασμό, πράγμα που συνεπάγεται αφ’ εαυτού την αναγνώριση της αξίας της αυτονομίας στη σφαίρα της σκέψης, (εφόσον) η αυτονομία αυτή είναι συνώνυμη με τον ίδιο τον Λόγο»[2]. Με άλλα λόγια, όπως παρατηρεί η Hannah Arendt, «η ίδια η βία είναι ανίκανη για λόγο (...) ακόμη και οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, όπου η βία παίζει πρωταρχικό ρόλο, είναι εκτός του πολιτικού πεδίου».[3] Είναι λοιπόν φανερό ότι η δημοκρατία, της οποίας η ίδια η βάση είναι ο λόγος και ο διάλογος, είναι ασύμβατη με τη βία και την τρομοκρατία. Δεν είναι άλλωστε περίεργο ότι η κλασική έννοια της πολιτικής που αναπτύχθηκε στην Αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα ήταν επίσης ασύμβατη με την βία: «Το να μετέχει κανείς στην πολιτική ζωή, το να ζει στην Πόλιν, σήμαινε ότι όλα αποφασίζονταν με τον λόγο και την πειθώ και όχι με τον καταναγκασμό και τη βία. Στην Ελληνική αυτογνωσία το να καταναγκάζεις με την χρήση βίας, το να προστάζεις αντί να πείθεις, ήταν προ-πολιτικοί τρόποι αντιμετώπισης των ανθρώπων, χαρακτηριστικοί της ζωής έξω από την Πόλιν».[4]

Όμως, τι σχέση έχει η δημοκρατία υπό την έννοια της ισοκατανομής της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας/δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών σε μια Περιεκτική Δημοκρατία[5] (δηλαδή σε μια ανασύνθεση της κλασικής έννοιας της δημοκρατίας) με αυτό που περνά σήμερα για «δημοκρατία»; Δηλαδή, με την συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», που εύστοχα χαρακτήρισε ο Καστοριάδης «φιλελεύθερη ολιγαρχία» και την (αναπόφευκτη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς) συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, τη σημερινή οικονομική ολιγαρχία; Προφανώς, καμία. Η σημερινή έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας, δηλαδή η διαχείριση της εξουσίας από μια ελίτ με στόχο υποτίθεται τη βελτίωση της ζωής όλων των πολιτών, αποτελεί παρωδία της κλασικής έννοιας της Πολιτικής και της Δημοκρατίας που προϋπέθετε τη θεσμοποίηση της ισοκατανομής της πολιτικής δύναμης μεταξύ των πολιτών. Αντίστοιχα, είναι ιδιαίτερα φανερή σήμερα η έλλειψη οικονομικής δημοκρατίας, η οποία βέβαια δεν αποτελούσε τμήμα ούτε της κλασικής Δημοκρατίας.

Επομένως, η ασυμβατότητα δημοκρατίας και τρομοκρατίας που επικαλούνται σήμερα η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση και οι συνοδοιπόροι της στη ρεφορμιστική Αριστερά[6] δεν έχει καμία σχέση με την ασυμβατότητα που πράγματι υπάρχει σε μια γνήσια δημοκρατία, όχι όμως και στη σημερινή παρωδία της. Το ίδιο ισχύει και για την συσκοτιστική απόπειρα των ίδιων να χαρακτηρίσουν «αντιδημοκρατική» κάθε μορφή «αντισυστημικής» δράσης που αναγκαστικά θα στρέφεται κατά του θεσμικού πλαισίου που εξασφαλίζει τη σημερινή συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, το οποίο βολεύει μεν τους ίδιους, που απολαύουν μύρια προνόμια από το πλαίσιο αυτό, αλλά όχι και τους πολίτες στο σύνολό τους. Γι’ αυτό και οι πολίτες, τόσο εδώ όσο ακόμη περισσότερο στις χώρες του κέντρου, δείχνουν με κάθε τρόπο την περιφρόνηση τους γι’ αυτό που περνά σήμερα για πολιτική και δημοκρατία Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το πως όλες αυτές τις μέρες η ρεφορμιστική Αριστερά διατυμπανίζει με κάθε μέσο ότι η τρομοκρατία και κάθε μορφή λαϊκής αντιβίας νομιμοποιείται μόνο σε περίπτωση όπου δεν ισχύουν οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Γι’ αυτό και σε περιόδους ισχύος των «δημοκρατικών» θεσμών, όπως τη μεταπολίτευση, οι ίδιοι υποστηρικτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς καταδικάζουν όχι μόνο την ατομική τρομοκρατία αλλά και κάθε μορφή λαϊκής αντιβίας εναντίον της συστημικής βίας, όπως π.χ. τις αγροτικές καταλήψεις δρόμων, ενώ παράλληλα σιωπούν για τη δραστηριότητα της «δημοκρατίας» που υποστηρίζουν όταν, για παράδειγμα, επιστρατεύει απεργούς εργάτες που αγωνίζονται εναντίον της συστημικής βίας! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι Κράτος και ρεφορμιστική Αριστερά προσπαθούν σήμερα, με αφορμή τη σκοτεινή υπόθεση της 17Ν, να εξαναγκάσουν την αντισυστημική Αριστερά σε δήλωση πίστης στην «δημοκρατία» τους.

Το κρίσιμο ερώτημα επομένως δεν είναι εάν η πολιτική αντιβία σε κάθε μορφή της είναι ασύμβατη με την σημερινή «δημοκρατία» διότι φυσικά δεν υπάρχει απολύτως καμία ασυμβατότητα αφού η δημοκρατία αυτή δεν εξασφαλίζει την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που αποτελεί την ουσία της. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν υπάρχει ασυμβατότητα της πολιτικής αντιβίας με τον αγώνα για την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου, η συλλογική αντιβία (που παίρνει τη μορφή διαδηλώσεων, εξεγέρσεων και σε ακραίες περιπτώσεις της λαϊκής τρομοκρατίας κατά των ελίτ) είναι απόλυτα συμβατή με τον αγώνα ενός μαζικού κινήματος για τη δημοκρατία, εφόσον οι μορφές αυτές λαϊκής αντιβίας είναι μορφές αυτοάμυνας εναντίον της θεσμοποιημένης βίας (όπως εκδηλώνεται με την ανασφάλεια στη δουλειά, την ανισότητα, την πολιτική αλλοτρίωση κ.λπ.). Η ατομική τρομοκρατία όμως που παίρνει τη μορφή τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως αυτές που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη τη δεκαετία του ‘70 (στις οποίες ανήκει και η 17Ν), είναι αναμφίβολα ασύμβατη με τον αγώνα για την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής δημοκρατίας. Όχι μόνο για τους ηθικούς λόγους που ανέπτυξα παραπάνω αλλά, το κυριότερο, για πολιτικούς λόγους, δηλαδή ότι σε έναν δημοκρατικό αγώνα δεν χωρά καμία ασυμβατότητα μέσων και σκοπών . Εάν ο σκοπός είναι μια πραγματική δημοκρατία τότε και τα μέσα δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικά, πράγμα που αποκλείει τις ελιτίστικες οργανώσεις και τις ιεραρχικές δομές τους που αποκλείουν τον ίδιο τον λόγο και τον διάλογο. Κατά συνέπεια, μόνο μέσα από ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα, με σαφή στόχο τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας βασισμένης στην ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, είναι δυνατή η μετάβαση σε μια πραγματική Δημοκρατία.

 


 

[1] Χρησιμοποιώ τον όρο «τρομοκρατία», που τον όρισα στο προηγούμενο άρθρο, με την τεχνική του έννοια, πέρα από ηθική απαξίωση ή θετική αποτίμηση.

[2] Κ. Καστοριάδης, Κοινωνία και Φύση, αρ. 2 (1992), σελ. 235.

[3] H. Arendt, On Revolution, (Penguin, 1990) σελ. 19.

[4] Hannah Arendt, The Human Condition (Univ. of Chicago Press, 1958), σελ. 26-27.

[5] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης 1999) και Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002).

[6] βλ. π.χ. συνεντεύξεις Κ. Τσουκαλά (ΝΕΤ 19/7) και Κ. Βεργόπουλου (ΝΕΤ 17/7).