Ελευθεροτυπία (10 Αυγούστου 2002) 


«Τρομοκρατία», Αριστερά και Αντίσταση

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την «εξάρθρωση» της 17Ν, έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη παραφιλολογία στα ΜΜΕ για τη σχέση της αντιχουντικής αντίστασης με την «τρομοκρατία». Φαινομενικά, η διαμάχη αυτή είναι μεταξύ της ρεφορμιστικής Αριστεράς (δηλαδή της Αριστεράς ―που τότε εκπροσωπούσε η ΕΔΑ και τα παρακλάδια της και σήμερα ο ΣΥΝ και τα παρακλάδια του― η οποία δεν θέτει θέμα αμφισβήτησης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας») και των νεοφιλελεύθερων κ.λπ. που βρήκαν ευκαιρία για να ταυτίσουν την Αριστερά γενικά με την «τρομοκρατία». Στην πραγματικότητα όμως τόσο η ρεφορμιστική Αριστερά όσο και οι νεοφιλελεύθεροι αλλά και η ελίτ γενικότερα έχουν στο στόχαστρο την «αντισυστημική» Αριστερά, δηλαδή την Αριστερά που αμφισβητεί το ίδιο το πολιτικό και οικονομικό θεσμικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, η προσπάθεια από κάποιους στη Δεξιά να ταυτίσουν την Αριστερά γενικά με την «τρομοκρατία» και η αντίστοιχη ανάληψη του ρόλου του θύματος από την ρεφορμιστική Αριστερά και την κεντροαριστερή κυβέρνηση απλώς αναφέρεται στο μικροπολιτικό παιχνίδι της προσέλκυσης ψήφων ενόψει επικείμενων εκλογών.

Η ρεφορμιστική Αριστερά, με αφορμή τη σκοτεινή υπόθεση της 17Ν, έχει σήμερα επιδοθεί σε μια εκστρατεία όχι απλώς καταδίκης μιας συνιστώσας της αντισυστημικής Αριστεράς (της ατομικής τρομοκρατίας), αλλά και ομολογίας πίστης προς το σημερινό πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Έτσι, η Αριστερά αυτή ικανοποιεί και τους τυπικούς όρους που έθεσε η υπερεθνική ελίτ πριν από μερικούς μήνες («όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εχθροί μας») ώστε να της επιτραπεί να παίζει τον ρόλο της νομιμόφρονας αντιπολίτευσης στη Νέα Τάξη. Αντίθετα, η αντισυστημική Αριστερά στη χώρα μας, όπως και σε όλο τον κόσμο, έχει ήδη μπει στο στόχαστρο της υπερεθνικής ελίτ και των εδώ παραρτημάτων της, μέσα στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Για να διαλευκανθεί όμως η πραγματική σχέση μεταξύ «τρομοκρατίας» και Αριστεράς θα πρέπει να αναφερθούμε στην περίοδο της αντιδικτατορικής αντίστασης για την οποία τον τελευταίο καιρό πολλά γράφονται, παραχαράζοντας την Ιστορία στη διαδικασία, κυρίως από τη ρεφορμιστική Αριστερά που έχει προνομιακή μεταχείριση στα ΜΜΕ και από την κεντροαριστερά που σήμερα αποτελεί την πολιτική ελίτ.

Η παραδοσιακή σύγκρουση μέσα στο χώρο της διεθνούς Αριστεράς μεταξύ αντισυστημικών και ρεφορμιστικών ρευμάτων είχε πάρει ιδιαίτερη έκταση στη χώρα μας μετά την εγκατάσταση (με το πράσινο φως των Αμερικανών επικυρίαρχων μας) της χούντας. Τότε, η ρεφορμιστική Αριστερά είχε συμπήξει μέτωπο με την κεντροαριστερά καθώς και την αναδυόμενη εκείνο τον καιρό «εκσυγχρονιστική» κεντροδεξιά (Ελ. Βλάχου κ.α), με μοναδικό στόχο την ανατροπή της δικτατορίας και την επάνοδο του προηγούμενου καθεστώτος που θα συνοδευόταν από κάποιες μεταρρυθμίσεις για να πλησιάζει τα δυτικά πρότυπα, τα οποία προφανώς καταπατούσε το αστυνομικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας στη μετεμφυλιακή περίοδο. Μέχρι τότε, την Ελληνική αντισυστημική Αριστερά αποτελούσε βασικά το παράνομο ΚΚΕ του οποίου η ηγεσία ήταν στην Ανατολική Ευρώπη. Στη Δυτική Ευρώπη όμως, άρχισε να δημιουργείται μια νέα αντισυστημική Αριστερά, κυρίως ανάμεσα στους φοιτητές, κάτω από την επίδραση του Μάη του 68 και της συνακόλουθης απόρριψης τόσο του καπιταλισμού όσο και του «υπαρκτού», αλλά και τον απόηχο της πολιτιστικής επανάστασης, του αντάρτικου του Τσε, της λαϊκής τρομοκρατίας (Αλγερία, Παλαιστίνη κ.λπ.) αλλά και της ατομικής τρομοκρατίας (Γερμανία, Ιταλία).

Η νέα αυτή αντισυστημική Αριστερά, όπως δείχνουν οι προαναφερθείσες επιρροές, είχε βασικά τρεις συνιστώσες:

  • Πρώτον, τη «Μαρξιστική συνιστώσα» που την αποτελούσαν εκείνα τα τμήματα της Μαρξιστικής Αριστεράς τα οποία, μολονότι επικριτικά για τον «υπαρκτό», πίστευαν ακόμη στον αγώνα για την σοσιαλιστική επανάσταση μέσα από μια πεφωτισμένη πρωτοπορία και τις συνακόλουθες ιεραρχικές κομματικές οργανώσεις (Μαοϊκοί, Τροτσκιστές κ.λπ.). 

  • Δεύτερον, την «τρομοκρατική συνιστώσα» που μολονότι συνήθως αναφερόταν σε κάποια Μαρξιστική ιδεολογική βάση ήταν περισσότερο επηρεασμένη από τα παραδείγματα λαϊκής και ατομικής τρομοκρατίας (βλ. για τις διακρίσεις αυτές το άρθρο μου της 13/7 [Η τρομοκρατία ως πολιτική βία]) και υιοθετούσε ―σε αντίθεση με τις άλλες συνιστώσες― ακόμη και την ατομική τρομοκρατία, με στόχο τη δημιουργία των υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών για τη «συστημική» αλλαγή. Σε αυτήν τη συνιστώσα ανήκουν διάφορες οργανώσεις που άρχισαν να δημιουργούνται στο εξωτερικό τη χουντική επταετία, από τις οποίες αργότερα προήλθε η 17Ν (ανεξάρτητα από την πιθανή μεταγενέστερη διείσδυση των μυστικών υπηρεσιών σε αυτή).

  • Τρίτον, την «ελευθεριακή συνιστώσα» που απέρριπτε τα πολιτικά δόγματα κάθε είδους και τις συνακόλουθες ιεραρχικές οργανώσεις και δομές, και έβλεπε την αλλαγή μέσα από τη δημιουργία ενός μαζικού λαϊκού κινήματος, χωρίς να αποκλείει τη λαϊκή τρομοκρατία σε ακραίες περιπτώσεις όπου το σύστημα θα εμπόδιζε την ανάπτυξη παρόμοιου κινήματος.

Το κοινό όμως χαρακτηριστικό που ένωνε όλες τις συνιστώσες της αντισυστημικής Αριστεράς και τις διαφοροποιούσε από τη ρεφορμιστική Αριστερά ήταν ότι έβλεπαν τη χούντα όχι σαν τυχαίο φαινόμενο αλλά σαν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός συστήματος όταν βρεθεί σε βαθιά κρίση. Και η προδικτατορική Ελλάδα αντιμετώπιζε όχι μόνο τη συνήθη χρόνια κρίση της οικονομίας της αγοράς μιας ημιπεριφερειακής χώρας όπως και σήμερα αλλά και μια βαθιά κρίση στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Για την αντισυστημική Αριστερά δηλαδή, η χούντα αποτελούσε απλώς ένα σύμπτωμα και όχι την αιτία της κρίσης, η οποία βρισκόταν στο ίδιο το σύστημα που είχε οδηγήσει τόσο στο αστυνομικό προδικτατορικό κράτος όσο και την Χούντα. Στην προβληματική αυτή επομένως η λύση δεν βρισκόταν στον αγώνα για την ανατροπή της δικτατορίας αλλά του ίδιου του συστήματος που δημιουργεί παρόμοιες δικτατορίες. Γι’ αυτό και η Αριστερά αυτή απέρριπτε τόσο τον αγώνα για την ανατροπή απλώς της δικτατορίας που υποστήριζε η ρεφορμιστική Αριστερά, όσο και τη στρατηγική που υιοθετούσε την «ενότητα όλων των αντιχουντικών δυνάμεων».[1] Δηλαδή, τη στρατηγική που ουσιαστικά προσπαθούσε να επαναλάβει το πρότυπο του κατοχικού ΕΑΜ, «ξεχνώντας» ότι η δικτατορία δεν ήταν ξένη κατοχή που στρεφόταν εναντίον κάθε Έλληνα αλλά εσωτερική κατοχή που επιβλήθηκε από τις ανάγκες ενός συστήματος που δημιουργούσε προνομιούχους και μη. Ενός συστήματος δηλαδή το οποίο θα μπορούσε να συνεχιστεί (βελτιωμένο και επαυξημένο) ακόμη και μετά την πτώση της χούντας όπως και έγινε με την μεταπολίτευση που μεθόδευσε το ίδιο το σύστημα. Στο ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί όλες οι παραπάνω συνιστώσες της αντισυστημικης Αριστεράς θεώρησαν ότι η μεταπολίτευση τις δικαίωνε απόλυτα και επέβαλε τη συνέχιση του αγώνα τους, αντίθετα με τη ρεφορμιστική Αριστερά που «ξεχνώντας» ακόμη και τη ρητορική της για αντισυστημικά οράματα βολεύτηκε στο μεταπολιτευτικό καθεστώς, αν δεν αποτέλεσε ακόμη και τμήμα της πολιτικής ελίτ που το διαχειρίζεται!

Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο επομένως, η μεταπολίτευση δεν ήταν λύση «αντάξια αυτού του διασπαρμένου και επομένως αδυνατισμένου και παροπλισμένου λαού»[2] αλλά απλώς λύση «αντάξια» της ρεφορμιστικής Αριστεράς και της κεντροαριστεράς, αφού άλλωστε παρόμοια λύση είχαν από την αρχή για στόχο. Και αυτό, διότι ακόμη και η μη μαζική συμμετοχή του λαού στον αντιδικτατορικό αγώνα ήταν δικαιολογημένη τη στιγμή που ο αγώνας αυτός, όπως είχε διαμορφωθεί από το ρεφορμιστικό μέτωπο που εξ αντικειμένου έπαιζε ηγεμονικό ρόλο μέσα στην αντίσταση (με την υποστήριξη, για ευνόητους λόγους, των «προοδευτικών» ΜΜΕ στη δύση και των ραδιοσταθμών τους που ακουγόντουσαν στην χουντική Ελλάδα κ.λπ.), δεν είχε στόχο μια ριζική αλλαγή που θα κινητοποιούσε τα μεγάλα λαϊκά στρωματά σε αγώνα για πραγματικές λύσεις στα προβλήματα που τα απασχολούσαν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι, με δεδομένους τους συσχετισμούς δυνάμεων, ακόμη και εάν το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς είχε συνενωθεί γύρω από ένα μαζικό αντισυστημικό αγώνα, θα είχε επιτυχία στο να οδηγήσει σε ριζική κοινωνική αλλαγή. Σίγουρα όμως θα είχε οδηγήσει σε ένα επίπεδο πολιτικής και πολιτιστικής συνειδητοποίησης ποιοτικά εντελώς διαφορετικό από αυτό που επικράτησε μεταπολιτευτικά, δηλαδή την σημερινή παραλλαγή της Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών (και καταναλωτών)...

 


[1] Βλ. το άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη, βασικού στελέχους της αντιστασιακής ρεφορμιστικής Αριστεράς, («Ε», 5/8/02) που αγκάλιασε τόσο η ρεφορμιστική Αριστερά και κεντροαριστερά όσο και η κεντροδεξιά.

[2] Στο ίδιο.