(Ελευθεροτυπία, 22 Ιανουαρίου 2005) 


Οι συνέπειες της διεθνοποίησης της γεωργίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 


Ενώ η Ελληνική οικονομία και επίσημα μπαίνει υπό την εποπτεία του Ευρωπαϊκού τμήματος της υπερεθνικής ελίτ και σύντομα θα αρχίσουμε να πληρώνουμε ακριβά την Ολυμπιακή φιέστα, τα τρακτέρ βγήκαν πάλι στους δρόμους όπως συμβαίνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή που αποτιμάται η αγροτική σοδειά. Αντίστοιχα, άρχισε πάλι η συζήτηση στα ΜΜΕ αν έχουν δικαίωμα οι απελπισμένοι αγρότες να κλείνουν τους δρόμους η όχι. Φυσικά, η ουσία του θέματος, που ανάγεται στην προϊούσα καταστροφή του αγροτικού τομέα μας, ιδιαίτερα μετά την ένταξη μας στην ΕΕ που σηματοδότησε την ενσωμάτωση του στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ελάχιστα  συζητείται. Το γεγονός δεν είναι βέβαια αξιοπερίεργο αφού είναι φανερό ότι οποιαδήποτε παρόμοια ουσιαστική συζήτηση θα έθετε θέματα που είναι εκτός της επίσημης ατζέντας. Δηλαδή θέματα που αφορούν τη σημασία του ανοίγματος των αγορών για την παραγωγή  γενικά και την αγροτική παραγωγή ειδικότερα, καθώς και τις συνέπειες που έχει το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς πάνω σε ένα κρίσιμο τομέα για την κάλυψη των βασικών αναγκών του πληθυσμού όπως είναι ο αγροτικός.

Φθάσαμε λοιπόν σήμερα στο σημείο ν' αντιμετωπίζουμε μια ρημαγμένη βασικά ύπαιθρο, λόγω της μαζικής εγκατάλειψης της από τους αγρότες, των οποίων το μέσο εισόδημα κινείται στα όρια της φτώχειας. Το αποτέλεσμα είναι η φυγή προς τις συνήθως αεριτζίδικες «υπηρεσίες» των αστικών κέντρων, αφού ο δευτερογενής τομέας έχει επίσης υποστεί μακροχρόνια καθίζηση για συναφείς λόγους. Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός μας είναι σήμερα σχεδόν ο μισός (σε ποσοστό του συνολικού ενεργού πληθυσμού)  σε σχέση με τον καιρό της ένταξης μας στην ΕΟΚ[1] και μόνο στη τελευταία οκταετία 130.000 αγρότες, σχεδόν 20% των αγροτών, εγκατέλειψαν την γη τους.[2] Eνώ όμως στη γεωργία μας ακόμη απασχολείται πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού από ότι στις περισσότερες χώρες των εταίρων μας στην ΕΕ ―που συνήθως όμως υπερκαλύπτουν τις ανάγκες τους σε αγροτικά προϊόντα― εισάγουμε όλο και περισσότερα αγροτικά προϊόντα σε σχέση με αυτά που εξάγουμε. Συνέπεια είναι η δραματική χειροτέρευση του αγροτικού ισοζυγίου, το έλλειμμα του οποίου  σχεδόν οκταπλασιάστηκε μετά την ένταξη στην ΕΟΚ.[3] Όλα αυτά δείχνουν πως οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να συγκαλύπτουν την προϊούσα καταστροφή της γεωργίας, δημιουργώντας κάποτε μια τεχνητή ευμάρεια (ιδιαίτερα ανάμεσα στους μεγαλοπαραγωγους δεδομένου ότι  πάνω από το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού δεν δικαιούται επιδοτήσεις)[4], η οποία ήδη σταδιακά εξαφανίζεται, παράλληλα με την αντίστοιχη σταδιακή απόσυρση των επιδοτήσεων.

Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια μόνο Ελληνικό. Η διεθνοποίηση της αγροτικής οικονομίας, η οποία έχει οδηγήσει στον τριπλασιασμό του παγκόσμιου εμπορίου σε τρόφιμα από τότε που φούντωσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση,[5] ήδη κατέληξε  στο «παράδοξο» της αυξανόμενης πείνας ανάμεσα στην «αφθονία». Έτσι, το γεγονός ότι μια χώρα παράγει περισσότερα τρόφιμα δεν σημαίνει ότι τρέφει καλύτερα τον πληθυσμό της. Στην ίδια την ηγεμονική δύναμη μέσα στην υπερεθνική ελίτ, τις ΗΠΑ, το γεγονός ότι παράγονται 40% περισσότερα τρόφιμα από όσα χρειάζεται ο πληθυσμός δεν εμποδίζει 26 εκ. Αμερικανούς να επιβιώνουν μόνο από τα υποτυπώδη δημόσια βοηθήματα και τις φιλανθρωπικές δωρεές. Αντίστοιχα, στην Ινδία,  το πελώριο σιτικό πλεόνασμα των 59 εκ τόνων που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια συνυπάρχει με τον υποσιτισμό των μισών σχεδόν παιδιών, την πείνα δεκάδων εκατομμυρίων ενήλικων και τις αυτοκτονίες πολλών εκατοντάδων φτωχών αγροτών.[6] Συγχρόνως, τα τελευταία χρόνια, εκατομμύρια αγροτών εγκαταλείπουν τη γη τους, ιδιαίτερα στον Νότο, διότι  αδυνατούν ν ανταγωνιστούν τις μεγάλες αγρό-επιχειρήσεις του Βορρά, οι οποίες όχι μόνο απολαύουν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογικά πλεονεκτήματα, πελώρια δίκτυα διανομής κλπ αλλά, κάποτε, ακόμη και  άμεσες η έμμεσες επιδοτήσεις. Η αναπόφευκτη δηλαδή συνέπεια του ανοίγματος και απελευθέρωσης των αγορών, στην οποία εξαναγκάζει τους αγρότες αυτούς η υπερεθνική ελίτ μέσω των διεθνών θεσμών που ελέγχει (ΔΝΤ, ΠΟΕ κλπ), είναι η κατάρρευση των τοπικών αγορών. Αυτοί που απομένουν καταδικάζονται σε ένα συνεχή αγώνα επιβίωσης, όπου η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής συνοδεύεται από την παράλληλη συμπίεση των τιμών και των εισοδημάτων τους![7]

Είναι επομένως φανερό ότι η διέξοδος από την κρίση αυτή, που αποτελεί τμήμα της σημερινής πολυδιάστατης οικονομικής, πολιτικής, οικολογικής και κοινωνικής κρίσης, δεν είναι δυνατό να βρεθεί μέσα στους υπάρχοντες θεσμούς. Στις συνθήκες λοιπόν που ανάφερα, οι προτάσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΣΥΝ κλπ) για αναδιάρθρωση της παραγωγής σε προϊόντα «ζήτησης», διασφάλιση της οικογενειακής εκμετάλλευσης, αύξηση της ανταγωνιστικότητας, εξασφάλιση ποιότητας ζωής στην  ύπαιθρο κλπ αποτελούν ανώδυνα ευχολόγια που έχει κάνει βαρετά η διαρκής επανάληψη τους.

Η βραχυπροθεσμη/μεσοπροθεσμη λύση κατά τη γνώμη μου βρίσκεται στη δημιουργία τοπικών αγροτικών αγορών, όπου οι ίδιοι οι αγρότες (ατομικά η μέσω νέων συνεταιρισμών που θα μπορούσαν να συστήσουν) θα έρχονται σε άμεση επαφή με τους καταναλωτές, παραμερίζοντας τους χοντρέμπορους και τις σουπερμαρκετ που τους συνθλίβουν. Ήδη παρόμοιες άτυπες αγορές δημιουργούνται στο εξωτερικό και η σύγχρονη τεχνολογία βοηθά σημαντικά στο να φέρνει σε επαφή αγρότες και καταναλωτές. Αυτό σημαίνει ότι οι αγρότες δεν θα παράγουν καθορισμένα από την ΕΕ προϊόντα και ποσότητες με βάση τις νόρμες της ΚΑΠ, αλλά  διαφοροποιημένα προϊόντα με πρωταρχικό στόχο την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, αλλά και μόνιμο εισόδημα και απασχόληση για τους ίδιους, καθώς και υγιεινότερα προϊόντα και μια περισσότερο φιλική στο περιβάλλον γεωργία.

Η παραπάνω λύση όμως έχει σημαντικές αντιφάσεις διότι, σε τελική ανάλυση,  απαιτεί ριζική αποκέντρωση στην παραγωγή και την κατανάλωση, δηλαδή την αντιστροφή της συγκέντρωσης που ιστορικά επέφερε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς -πράγμα αδύνατο μέσα στο σύστημα αυτό. Γιαυτο, η μακροπρόθεσμη  λύση βρίσκεται μόνο στη δημιουργία νέων θεσμών που εξασφαλίζουν τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής όχι από τις «δυνάμεις της αγοράς» όπως σήμερα, αλλά άμεσα από τους ίδιους τους αγρότες και έμμεσα από τους καταναλωτές, έτσι ώστε να καλύπτονται πραγματικά οι ανάγκες όλων των πολιτών.[8]

 

 

[1] Το 1980-82, 26% των ανδρών και 42% των γυναικών απασχολούντα στον αγροτικό τομέα, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά το 1998-2000 ήταν 16% και 20% (World Bank, World Development Indicators 2002, Table 2.3).

[2] Το 1995, σύμφωνα με τους Εθνικούς Λογαριασμούς της ΕΣΥΕ, οι αγρότες υπολογιζόντουσαν σε 720.000, ενώ το 2003 υπολογιζόντουσαν σε 590.000

[3] Το έλλειμμα στο αγροτικό ισοζύγιο αυξήθηκε από 281,5 χιλ. δολ. το 1980 πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ, σε 624,3 χιλ. δολ. το 1990 και 2,1 εκατ. δολ. το 1997! (στοιχεία υπολογισθεντα με βάση το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος)

[4] Βλ. για στοιχεία το άρθρο μου «Γκανγκστερικός σοσιαλφιλελευθερισμός», Ελευθεροτυπία (15/2/97).

[5] Μεταξύ 1965 και 1998 το διεθνές εμπόριο σε τρόφιμα τριπλασιάστηκε φθάνοντας τα 600 εκ. μετρικούς τόνους, George MonbiotSins of the superstores visited on us», The Guardian (1/3/2001).

[6] John Vidal «Time to come clean on the dirty secret of starvation», The Guardian, 10/6/02

[7] Βλ. το άρθρο μου «H τροφική κρίση, η γεωργία και η παγκοσμιοποίηση», Ελευθεροτυπία (10/3/2001).

[8] βλ. πλήρη πρόταση για μια οικονομική δημοκρατία που θα βασίζεται στις αρχές αυτές, Τ. Φωτόπουλου, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης 1999) και το υπό έκδοση βιβλίο Η Πολυδιάστατη κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος 2005). Βλ. επίσης το περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία www.inclusivedemocracy.org/pd/