(Ελευθεροτυπία, 27 Σεπτεμβρίου 2008)
Μπορεί η Ρωσία να ξαναγίνει το «αντίπαλο δέος»; (3)*
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Το υπό τον Πούτιν τμήμα της πολιτικής ελίτ που διαδέχτηκε την κλίκα Γέλτσιν στις αρχές της παρούσας δεκαετίας, προσπάθησε να συμβιβάσει τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ που είχε δημιουργήσει ο Γέλτσιν, με τα λαϊκά αιτήματα για μια «εθνική» οικονομική ανάπτυξη και κάποιο κοινωνικό κράτος που απαιτούσε η λαική συμμαχία κομμουνιστών και εθνικιστών στην οποία αναφέρθηκα στο προηγούμενο άρθρο. Η κυρίαρχη, τότε, οικονομική ελίτ ήταν η «διεθνοποιημένη» ελίτ που είχε αναδειχθεί την προηγούμενη δεκαετία, κατά τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Ρωσικής οικονομίας στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όταν η κλίκα Γέλτσιν είχε ξεπουλήσει τις κρατικές επιχειρήσεις, ακόμα και τις ενεργειακές πηγές, οι οποίες με την αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής που επέφερε η ενσωμάτωση αυτή, είχαν γίνει οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χώρα. Έτσι, τα πρώτα μέτρα της υπό τον Πούτιν ελίτ εξέφραζαν ακριβώς αυτή την ελίτ: δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στην αστική γη, δραστική μείωση του φόρου εισοδήματος με ενιαία κλίμακα 13% για διεσεκατομμυριούχους και οδοκαθαριστές, αγοραιοποίηση της εκπαίδευσης και της υγείας (στην αρχή της δεκαετίας η Ρωσία ξόδευε 6% του ΑΕΠ για την υγεία, όταν το μέσο παγκόσμιο ποσοστό ήταν 10%![1]) και συνακόλουθη διάλυση του περιεκτικού σοβιετικού κράτους-πρόνοια και, τέλος, κατάργηση των γενναίων «προνομίων» που απολάμβαναν στην ΕΣΣΔ οι φτωχοί, οι ανάπηροι, οι συνταξιούχοι κ.λπ. και αντικατάσταση τους με ισχνές χρηματικές επιδοτήσεις ―γεγονός που προκάλεσε σημαντική κοινωνική αναταραχή το 2005.
Παράλληλα, όμως, η νέα πολιτική ελίτ του Κρεμλίνου ελάμβανε σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση της οικονομικής και συνακόλουθα της πολιτικής εξουσίας της, τα οποία οδηγούσαν στην εξασθένιση της διεθνοποιημένης οικονομικής ελίτ και την αντίστοιχη ενδυνάμωση μιας «εθνικής» οικονομικής ελίτ που στρεφόταν βασικά στην εσωτερική αγορά. Τα μέτρα αυτά, επομένως, ικανοποιούσαν σε σημαντικό βαθμό και τα λαϊκά αιτήματα για «εθνική» οικονομική ανάπτυξη και περιορισμό της εξάρτησης από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την υπερεθνική ελίτ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το 2003 προκλήθηκε πανικός στην υπερεθνική ελίτ και στην εγχώρια οικονομική ελίτ των δώδεκα περίπου δισεκατομμυριούχων που έλεγχαν τον μισό πλούτο της χώρας όταν συνελήφθη ο Khodorkovsky ―γνωστός κλεπτοκράτης που τον προώθησε η κλίκα Γέλτσιν και είχε γίνει ο κύριος μέτοχος της Yukos ελέγχοντας 20% του Ρωσικού πετρελαίου― και το κράτος «πάγωσε» όλες τις μετοχές του ιδίου και των κλεπτοκρατών συνεταίρων του που έφθαναν στο 44% των συνολικών μετοχών, με αποτέλεσμα την χρεωκοπία της εταιρείας το 2006. «Ο Πούτιν επιτίθεται στον Ρώσικο καπιταλισμό» ήταν ο τίτλος του Ομπσερβερ[2], ενώ ο Ρώσος πρωθυπουργός Kasyanov (τελευταίος Γελτσινικός στη κυβέρνηση) εκδήλωνε δημόσια την διαφωνία του, με αποτέλεσμα την απόλυση της κυβέρνησης του. Το μεγαλύτερο όμως κτύπημα στη διεθνοποιημένη Ρωσική ελίτ, και έμμεσα στην υπερεθνική ελίτ που τη στήριζε, ήταν η επανάκτηση από το κράτος, το 2005, του ελέγχου της μεγαλύτερης Ρωσικής επιχείρησης, της Gazprom ―η οποία στο μεταξύ είχε επεκτείνει τις δραστηριότητες της από το γκάζι στο πετρέλαιο και από εκεί στα ΜΜΕ— που σήμερα καλύπτει το ένα τρίτο των Ευρωπαϊκών ενεργειακών αναγκών, και ο παράλληλος περιορισμός των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών του πετρελαίου στη χώρα (BP, Shell, Mitsubishi, Mitsui).
Η ουσιαστική εθνικοποίηση της Gazprom σήμαινε ότι τα πελώρια κέρδη των τελευταίων ετών από την γεωμετρική αύξηση της τιμής του πετρελαίου έπαυσαν να πηγαίνουν στις τσέπες των ντόπιων και ξένων κλεπτοκρατών, και από εκεί στις τράπεζες του εξωτερικού, αλλά αντίθετα κατευθύνονταν στο δημόσιο ταμείο και τελικά στην εσωτερική αγορά. Έτσι, αποθαρρύνονταν οι ξένοι κλεπτοκράτες «επενδυτές» που ενδιαφέρονταν βασικά για την ληστρική εκμετάλλευση των Ρωσικών ενεργειακών αποθεμάτων, ενώ συγχρόνως δινόταν η δυνατότητα στην Ρωσική πολιτική ελίτ να ξεπληρώσει το πελώριο εξωτερικό χρέος των 22 δις. δολ. στους διεθνείς οργανισμούς και τράπεζες που ελέγχει η υπερεθνική ελίτ, απαλλάσσοντας τη χώρα από την γάγγραινα των τοκοχρεολυσίων. Η τόνωση της εσωτερικής αγοράς και οι ντόπιες επενδύσεις οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, των πραγματικών μισθών και της κατανάλωσης μιας μεσαίας τάξης που διογκώθηκε από 8 εκ. το 2000 σε 55 εκ. το 2006.[3] Η συνακόλουθη ενίσχυση της «εθνικής» οικονομίας γίνεται φανερή από το γεγονός ότι, παρά την εκτόξευση των τιμών ενέργειας τα τελευταία χρόνια, τα έσοδα απο το πετρέλαιο και το γκάζι είναι μόνο 5.7% του ΑΕΠ και αναμένεται να μειωθούν στο 3,7% μέχρι το 2011.[4] Φυσικά, το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτή στηριζόταν στην οικονομία της αγοράς αναπόφευκτα οδήγησε σε διογκούμενη ανισότητα, με τους Ρώσους δισεκατομμυριούχους σχεδόν να διπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια, ενώ το 30% των μισθών καθώς και οι συντάξεις είναι ακόμη στο όριο επιβίωσης.[5]
Συμπερασματικά, στον βαθμό που μια χώρα σήμερα είναι ενσωματωμένη στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, εντάσσεται αναγκαστικά στην ιεραρχία που καθιερώνει η συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής δύναμης στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ που πολιτικά εκπροσωπείται από την «Ομάδα των 7» και οικονομικά από τις ηγεσίες των πολυεθνικών επιχειρήσεων.[6] Η αναγκαία επομένως συνθήκη ώστε μια χώρα ―της οποίας το θεσμικό πλαίσιο θεμελιώνεται στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»― να είναι σε θέση να σπάσει την εξάρτηση της από την υπερεθνική ελίτ, είναι η οικονομική αυτοδυναμία (επαρκές μέγεθος εσωτερικής αγοράς) που επιτρέπει και την πολιτική αυτοδυναμία (έλεγχος των διεθνών σχέσεων ―συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών― από την πολιτική ηγεσία) και στρατιωτική αυτοδυναμία (τεχνολογική ανάπτυξη, μεγάλο μέγεθος χώρας). Η επαρκής όμως συνθήκη είναι η πολιτική και οικονομική απεξάρτηση, δηλαδή η από-ενσωμάτωση της χώρας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Επομένως, στη Ρωσία σήμερα (και όχι βέβαια στην πλήρως ενσωματωμένη Κίνα ή την…Ινδία) υπάρχουν οι συνθήκες, καθώς και οι αντίστοιχες τάσεις, για την δημιουργία εναλλακτικού πόλου, μέσω της από-ενσωμάτωσης της από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Το γεγονός όμως της συνεχιζόμενης «φυγής κεφαλαίου» ―αμέσως μετα την δικαιολογημένη Ρωσική επέμβαση στη Γεωργία[7]― που ενέτεινε τις συνέπειες της διεθνους πιστωτικής κρίσης (το μόνο Χρηματιστήριο που έκλεισε την περασμένη εβδομάδα ήταν το Ρωσικό), δεν είναι βέβαια άσχετο από τη σημερινή εκδήλωση τάσεων απεξάρτησης της Ρωσικής από την υπερεθνική ελίτ. Κατά τη γνώμη μου, όμως, η Ρωσική ελίτ (είτε η σημερινή, είτε μια περισσότερο εθνικιστική στο μέλλον) μόνο εάν εξαναγκαστεί από την υπερεθνική ελίτ (π.χ. από τυχόν απόπειρα της να ολοκληρώσει την στρατιωτική περικύκλωση της χώρας) είναι πιθανό να παίξει τον ρόλο εναλλακτικού πόλου. Στη περίπτωση όμως αυτή τα εγκληματικά σχέδια της υπερεθνικής ελίτ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Ιράν θα κινδυνεύσουν θανάσιμα….
* Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 30 Αυγούστου 2008 και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Το δεύτερο μέρος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 13 Σεπτεμβρίου 2008 και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
[1] World Bank, World Development Indicators 2005, Πιν. 2.14
[2] Conal Walsh, The Observer (2/11/2003).
[3] Jason Bush, “Russia: How Long Can The Fun Last?”, Business Week, (18 December 2006) : http://www.businessweek.com/magazine/content/06_51/b4014056.htm
[4] Ria-Novosti (27/12/2007).
[5] Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Μελετών, Luke Harding, "53 billionaires, £100bn in the black, but for Russia's poor it is just getting worse", The Guardian (15/3/2007) : http://www.guardian.co.uk/world/2007/mar/15/russia.lukeharding
[6] Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός (επιμ. Steven Best, Κουκκίδα, Μάης 2008), σελ. 321-384.
[7] Luke Harding, "Russia: Kremlin wins war but faces new battle as investors scramble for exit" The Guardian (6/9/2008) : http://www.guardian.co.uk/world/2008/sep/06/russia.globaleconomy