Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ

Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία

εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4


 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Oι συνέπειες από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Eυρωζώνη

 


 

printable

 

 

KΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΕΟΚ/ΕΕ

 

 

Τα δήθεν πολιτικά πλεονεκτήματα από την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ

Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τα συγκεκριμένα πολιτικά «πλεονεκτήματα», τα οποία δήθεν απήλαυσε η Ελλάδα μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ/ΕΕ (την «προστασία» μας από την τουρκική επιθετικότητα κ.λπ.) που υποστηρίζει η Πατριωτική «Αριστερά», εφόσον θα εξετάσω λεπτομερώς τα σχετικά επιχειρήματα στο κεφ. 13. Θα περιοριστώ, λοιπόν, εδώ στα γενικά πλεονεκτήματα από την ένταξη που προβλήθηκαν κατά κόρο πριν λίγα χρόνια, όταν οι Ευρωπαϊκές ελίτ συνεόρταζαν το ιωβηλαίο από την ίδρυση της ΕΟΚ/ΕΕ, προσπαθώντας με μια σειρά μύθων να πείσουν τους υπηκόους τους για το πόσο καλύτερα πρέπει να νιώθουν μέσα στους κόλπους της. Και αυτό, παρά: 

  • Τους επανειλημμένους λαϊκούς κολάφους κατά του Ευρωσυντάγματός τους, το οποίο τελικά οι ελίτ το επανέφεραν δημοκρατικότατα «από την πίσω πόρτα», με κάποιες διακοσμητικές τροποποιήσεις.

  • Την διογκούμενη αγανάκτηση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, αλλά και γενικότερα στην ΕΕ, από την μαζική ανεργία και υποαπασχόληση που εξαπλώνεται καθημερινά λόγω των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, αλλά και την διευρυνόμενη ανισότητα που έφερε η ακρίβεια του ευρώ. Εάν μάλιστα η σημερινή σύγκρουση των λαϊκών στρωμάτων στη Γαλλία κατά των συνταξιοδοτικών μέτρων του Σαρκοζί λήξει με καθαρή νίκη τους κατά των ελίτ και των προνομιούχων στρωμάτων, ο δρόμος ανοίγει για πρωτόγνωρη ένταση της Κοινωνικής Πάλης στην Ελλάδα αλλα και τον «Ευρωπαϊκό Νοτο» αρχικά, με απρόβλεπτες συνέπειες για την Ευρωζώνη αλλά και την ίδια την ΕΕ.

  • Την έκρηξη της οργής, ιδιαίτερα των νέων στη Γαλλία χθες και στην Ελλάδα σήμερα, αλλά και πλατιών λαϊκών στρωμάτων πανευρωπαϊκά, για την ιδιωτικοποίηση της παιδείας και της ασφάλισης, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και την γενικότερη αποδιάρθρωση του κράτους-πρόνοιας στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στην οποία ενσωματώνει πλήρως τις Ευρωπαϊκές χώρες το Διευθυντήριο των Βρυξελλών.

  • Το περίσσευμα αγανάκτησης για την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης σε σχέση με την συνεργία της Ευρωπαϊκής ελίτ, ως τμήματος της υπερεθνικής ελίτ, στις επιθέσεις κατά της Γιουγκοσλαβίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ και τώρα σε σχέση με τη λαϊκή οργή κατά των «μέτρων λιτότητας».

Ο κυριότερος όμως μύθος των ελίτ,[1] που επαναλαμβάνει και η ρεφορμιστική Αριστερά,[2] είναι ότι η ίδρυση της ΕΟΚ/ΕΕ οδήγησε στο τέλος των Ευρωπαϊκών πολέμων και μια ειρήνη που ήδη έχει κρατήσει 60 χρόνια. Το γεγονός, όμως, που «ξεχνούν» οι ελίτ και η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι η ειρήνη μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την παγκοσμιοποίηση, εφόσον δεν νοούνται, βέβαια, ανοικτές αγορές μεταξύ εμπόλεμων. Γι’ αυτό και η πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία μιας αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς τον 19o αιώνα οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης, τη γνωστή «100χρονη ειρήνη» (1815-1914).[3] Φυσικά, στη διάρκεια αυτής της «ειρήνης» δεν είχαν σταματήσει, ακριβώς όπως και σήμερα, όχι μόνο οι κοινωνικές εξεγέρσεις, αλλά ούτε καν οι πόλεμοι μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς και των χωρών του Νότου.

Η «ειρήνη» πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, όπως και η σημερινή, βασιζόταν σε ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό: την διπλή ελευθερία εμπορίου και κεφαλαίου, τότε με ιδεολογική κάλυψη τον φιλελευθερισμό, σήμερα τον νεοφιλελευθερισμό. Μεταξύ όμως της πρώτης απόπειρας διεθνοποίησης και της σημερινής υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά, η οποία εξηγεί την τελική κατάρρευση της πρώτης: το γεγονός ότι τότε δεν έγινε τελικά δυνατή η καθολίκευση των ανοιχτών και ελαστικών αγορών για τα εμπορεύματα και το κεφάλαιο. Και αυτό, διότι η καθολίκευση αυτή δεν ήταν εφικτή σε μια περίοδο στην οποία μεγάλες αποικιακές δυνάμεις όπως η Αγγλία και η Γαλλία, ασκούσαν σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο πάνω σε σημαντικά τμήματα της υφηλίου, εις βάρος αναδυόμενων μη-αποικιοκρατικών δυνάμεων (όπως οι ΗΠΑ), ή μικρότερων αποικιοκρατικών δυνάμεων (όπως η Γερμανία).[4] Η αποτυχία, επομένως, αυτής της πρώτης απόπειρας παγκοσμιοποίησης ήταν αναπόφευκτη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι οικονομικές ελίτ ήταν τότε καθαρά εθνικές, σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου έχει αναδυθεί μια υπερεθνική οικονομική ελίτ (όπως είδαμε στο κεφ. 5), με κοινό συμφέρον την ανάπτυξη μιας βασικά αυτορυθμιζόμενης διεθνούς αγοράς. 

Η διαδικασία, επομένως, που οδήγησε στη σημερινή παγκοσμιοποίηση ελάχιστη είχε σχέση με την ίδρυση της ΕΟΚ, η οποία (όπως είδαμε στο κεφ. 6), ήταν βασικά μια αμυντική προσπάθεια επιβίωσης του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου μέσα στη μεταπολεμική Αμερικανική οικονομική ηγεμονία (τα περί πολιτικής ένωσης, «Ευρώπης των λαών» κ.λπ., αποτελούσαν το ιδεολογικό περιτύλιγμα της προσπάθειας αυτής). Στην πραγματικότητα, τα θεμέλια της σημερινής παγκοσμιοποίησης είχαν τεθεί σχεδόν 10 χρόνια πριν, όταν η Αμερικανική ηγεμονία καθιέρωνε ένα νέο σύστημα διεθνών οικονομικών σχέσεων που, μέσω των νέων θεσμών που θέσπισε (ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα και κυρίως ΓΚΑΤΤ —τον σημερινό ΠΟΕ), είχε άμεσο ή έμμεσο στόχο το συνεχές άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών. Πράγμα που αποτελούσε την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την μετέπειτα ανάπτυξη των πολυεθνικών, οι οποίες σήμερα ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο. Όλα αυτά, βέβαια, δεν έγιναν διότι το Αμερικανικό κεφάλαιο εκόπτετο για την …ειρήνη, αλλά διότι είχε πλήρη επίγνωση ότι, χάρη στην ανώτερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά του, δεν χρειαζόταν το παλαιό αποικιακό σύστημα για την κατάκτηση νέων αγορών, αφού αρκούσαν γι’ αυτό οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές σε συνδυασμό με την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (εξ ου και ο αντι-αποικιακός —και δήθεν ελεύθερος— χαρακτήρας της Αμερικανικής ηγεμονίας).

Το φυσικό εμπόδιο σε αυτήν την οικονομική ολοκλήρωση ήταν, βέβαια, το Σοβιετικό μπλοκ, για την κατάρρευση του οποίου πάλι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως οικονομικοί μηχανισμοί, ενώ οι ΗΠΑ από την αρχή θεώρησαν την ΕΟΚ ως χρήσιμο εργαλείο στον Ψυχρό Πόλεμο και στην κατάπνιξη των ριζοσπαστικών κινημάτων[5]. Τα υπόλοιπα (κατάρρευση της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας, σύμπλευση σοσιαλφιλελευθέρων με νεοφιλελεύθερους κ.λπ.) ήταν αναπόφευκτες συνέπειες αυτών των εξελίξεων, καθώς και παράλληλων τεχνολογικών και γενικότερων κοινωνικών εξελίξεων που οδήγησαν σε ριζικές ταξικές αναδιαρθρώσεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στην σημερινή, επομένως, διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου τα συμφέροντα των οικονομικών και πολιτικών ελίτ που απαρτίζουν την υπερεθνική ελίτ είναι αλληλένδετα, αποτελεί ανόητο ιδεολόγημα το επιχείρημα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι θα μπορούσε η «Ευρώπη» να επιστρέψει στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας και της κοινωνικής αγοράς, η οποία παρήλθε ανεπιστρεπτί. 

Όπως, αντίστοιχα, αποτελούσε κατάντημα της Ευρωπαϊκής αριστερής ιντελιγκέντσιας[6] όταν, στον εορτασμό του ιωβηλαίου, την μόνη βασική αντίφαση που είδε στο πανηγύρι των ελίτ για την ΕΕ ήταν η μη επιβολή εμπάργκο κατά του Σουδάν για το Νταρφουρ, όπως ακριβώς ζητούσαν και οι... απελευθερωτές των λαών Μπους και Μπλερ. Συνακόλουθα, δεν θεώρησε αντιφατική με τον «ειρηνικό» ρόλο της ΕΕ την κατοχή (και από δυνάμεις της) του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Και, φυσικά, δεν βρήκαν λέξη να αρθρώσουν για την ανοικτή συνεργία της ΕΕ στον στραγγαλισμό του Παλαιστινιακού λαού από το Σιωνιστικό Ισραήλ, για τον οποίον η ΕΕ ποτέ δεν διανοήθηκε να επιβάλλει κυρώσεις, που θα έπρεπε από καιρό να είχαν φθάσει στο επίπεδο εμπάργκο εναντίον ενός σαφώς ρατσιστικού καθεστώτος, το οποίο εφαρμόζει ανενόχλητο πολιτικές απαρτχάιντ για δεκαετίες, και τώρα απαιτεί και την αναγνώριση του ως «Εβραϊκού» κράτους —κατι που αντιστοιχεί με το «Ελληνορθόδοξο» κράτος που ούτε οι «Ελληαναράδες» δεν τολμησαν να ζητήσουν... Αντίθετα, οι ίδιες ελίτ (και συνακόλουθα οι αριστερές ιντελιγκέντσιες) ήταν λαλίστατες κατά του Νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ, προφανώς επειδή η στάση τους αυτή δεν διακινδύνευε και δικά τους συμφέροντα…

 Οι γενικές οικονομικές συνέπειες της ένταξής μας στην ΕΕ

Οι τεράστιες αρνητικές οικονομικές συνέπειες από την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ και την Ευρωζώνη μόλις τώρα γίνονται αντιληπτές από το ευρύ κοινό, γεγονός που εξηγεί και το ότι, ενώ όλες οι δημοσκοπήσεις την δεκαετία του 1990 φανέρωναν μια μέγαλη επιδοκιμασία της ένταξής μας από τον Ελληνικό λαό, στα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο μετά το σκάσιμο της αναπτυξιακής «φούσκας») η κατάσταση έχει αντιστραφεί.[7] Μολονότι ένα σημαντικό τμήμα της αρχικής μαζικής επιδοκιμασίας μπορεί να αποδοθεί στη συστηματική μαζική «πλύση εγκεφάλου» από τα ελεγχόμενα από τις ελίτ ΜΜΕ, θα ήταν ανόητο να μην πάρουμε υπόψη και άλλους παράγοντες που συνέβαλαν εξίσου σημαντικά σε αυτό, όπως:

  • Πρώτoν, τo γεγoνός ότι, εκτός από τo ΚΚΕ, όλα τα άλλα κόμματα (συμπεριλαμβανομένης της ρεφορμιστικής Αριστεράς, ΣΥΝ κ.λπ.) είχαν σταθερά θετική στάση έναντι της Κoινότητας και των μετά-Μάαστριχτ πρooπτικών της.

  • Δεύτερoν, τo γεγoνός ότι πράγματι είχαν υπάρξει μερικά βραχυπρόθεσμα oικoνoμικά οφέλη, τα oπoία όμως, όπως ήδη είδαμε, αντισταθμίζoνταν από τις πoλύ σημαντικότερες μακρoπρόθεσμες ζημιές στην oικoνoμική δoμή της χώρας. Δεδoμένoυ, όμως, ότι τα βραχυπρόθεσμα oφέλη είχαν άμεσo αντίκτυπo στo εισόδημα σημαντικών κoινωνικών στρωμάτων (κυρίως αγρότες και έμπoρoι), ενώ oι μακρoπρόθεσμες ζημιές έπρεπε να σκάσει η αναπτυξιακή «φούσκα» για να γίνουν κατανοητές από το ευρύ κοινό, τα παραπάνω πoσoστά (βλ. υποσημείωση 7) πoυ μας εμφάνιζαν ως τoυς κατoίκoυς ενός «παραδείσoυ των ανόητων» (όταν μάλιστα χώρες με πραγματικά σημαντικά oφέλη επιδείκνυαν πoλύ μικρότερα πoσoστά!) μπoρoύν να εξηγηθoύν.

Όπως ελπίζω να έγινε φανερό από τα προηγούμενα κεφάλαια, η όλη λογική της ΕΟΚ/ΕΕ βασίζεται στον στόχο της δραστικής βελτίωσης των συνθηκών ανταγωνισμού μέσα στην ΕΕ, για να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα τα περισσότερο ανταγωνιστικά μπλοκ της Άπω Ανατολής και της NAFTΑ. Και για μεν τις χώρες που μετά την ένταξή τους στην ΕΟΚ έχουν επιδείξει πολύ υψηλούς ρυθμούς αύξησης των «καθαρών» εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές), διότι διαθέτουν την κατάλληλη παραγωγική δομή, ο στόχος ήταν βάσιμος. Όχι όμως και για την Ελλάδα που, σε όλη την περίοδο μετά την ένταξη, παρουσίαζε μόνο αρνητικούς ετήσιους ρυθμούς αύξησης των καθαρών εξαγωγών,[8] ενώ αντίθετα, την δεκαπενταετία πριν την πλήρη ένταξη (1965-80) ο ρυθμός αύξησης των καθαρών εξαγωγών μας ήταν όχι μόνο θετικός, αλλά και σημαντικός (+6,8%).[9] Έτσι, ο λόγος για τον οποίο η οικονομική ελίτ επιδίωξε την ένταξη, δηλαδή για να διευρύνει την μικρή εσωτερική αγορά, όχι μόνο δεν οδήγησε στο ποθούμενο αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα κατέληξε στη δραστική συρρίκνωσή της, μετά τον κατακλυσμό της εσωτερικής αγοράς από τα Κοινοτικά προϊόντα. Το άνοιγμα δηλαδή της οικονομίας στην παγκόσμια αγορά, που άρχισε μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ, είχε βασικά αρνητικές συνέπειες στην οικονομία γενικά, και την παραγωγική δομή ειδικότερα. Παρόλα αυτά, οι «θεωρητικοί εγκέφαλοι», όχι μόνο της ΝΔ, αλλά και του «σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ, καθώς και του Συνασπισμού, υποστήριζαν την αστήρικτη άποψη (που τυχαίνει να βολεύει) ότι η «πρόκληση» της παγκοσμιοποίησης πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως απειλή, αλλά «ως εξαιρετική ευκαιρία» για την «ανάπτυξη».[10] Όμως, ποια ευκαιρία είχαμε σε ένα αγώνα όπου εμείς παλεύαμε δεμένοι πισθάγκωνα; Διότι περί αυτού, βέβαια, επρόκειτο όταν, ενώ το «φάρμακο» της παγκοσμιοποίησης ήδη αποδιάρθρωνε τη παραγωγική μας δομή, ο γιατρός μας (ντόπιες και ξένες ελίτ) συνταγογραφούσε ακόμη μεγαλύτερες δόσεις από την ίδια οικογένεια φαρμάκων : την ένταξή μας στην ΟΝΕ!

Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, η πλήρης αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής που συντελέστηκε στην περίοδο της ένταξής μας, όπως είδαμε στο Πρώτο Μέρος, σήμαινε ότι όταν εξαντλήθηκαν και τα κονδύλια του δεύτερου πακέτου Ντελόρ και οι μεταβιβάσεις από το κέντρο άρχισαν να μειώνονται δραστικά, τότε, η ουσιαστική ανυπαρξία παραγωγικής δομής, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο στέρεμα των άλλων συναλλαγματικών πηγών που τροφοδοτούσαν την ελληνική οικονομία στη μεταπολεμική περίοδο (μετανάστευση, τουρισμός, ναυτιλία) αναπόφευκτα οδήγησαν σε μια πορεία κρίσης που ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει. Αυτό μάλιστα θα συνέβαινε ήδη από την αρχή του 21ου αιώνα, αν δεν είχαν ανοίξει οι στρόφιγγες του δανεισμού (από τις Τράπεζες αλλά και το δημόσιο) με την ευκαιρία της ένταξής μας στην Ευρωζώνη, γεγονός που συντέλεσε αποφασιστικά στην αναβολή της έκρηξης της κρίσης, μέχρι η γενικότερη χρηματοπιστωτική κρίση να λειτουργήσει σαν καταλύτης και για το σκάσιμο της δικής μας αναπτυξιακής «φούσκας».

Η συνέπεια της «ανάπτυξης» αυτής, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ελλείμματος στο Εμπορικό Ισοζύγιο, ως αποτέλεσμα της ένταξής μας στην ΕΟΚ/ΕΕ, ήταν η έκρηξη του εξωτερικού Χρέους, την οποία καλείται τώρα να πληρώσει όχι, βέβαια, η οικονομική ελίτ που κατ’ εξοχήν ωφελήθηκε από αυτήν, αλλά βασικά οι μισθωτοί, οι μόνοι δηλαδή πραγματικά φορολογούμενοι. Έτσι, το συνολικό εξωτερικό Χρέος διπλασιάστηκε μεταξύ 1979 και 1983 (από 5 σε 10,5 δις. δολ.), ξανα-διπλασιάστηκε μεταξύ 1983 και 1989, και ...ξαναδιπλασιάστηκε μέχρι το  1995 φθάνοντας το ύψος των 37,6 δις. δολ.,[11] ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλή χρέη στον κόσμο. Το αποτέλεσμα της έκρηξης αυτής του εξωτερικού Χρέους ήταν ότι το ποσοστό των εισπράξεων από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, που αφιερώνονταν στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού Χρέους (πληρωμή τοκοχρεωλυσίων), υπέρ-διπλασιάστηκε μεταξύ 1980 και 1985, και ξαναδιπλασιάστηκε την δεκαετία του 1990, φθάνοντας το 1995 το 41,4%.[12] Η Ελλάδα, επομένως, που υποτίθεται ότι χάρις στην πολιτική των εκσυγχρονιστών θα κατακτούσε θέση ισοτιμίας στην Ευρώπη, και ήταν μια «ισχυρή χώρα» ήδη από την δεκαετία του 1990, είχε ένα από τα μεγαλύτερα βάρη στον κόσμο για την πληρωμή του εξωτερικού Χρέους της, με τις μόνες χώρες που μας ξεπερνούσαν στην παγκόσμια λίστα να είναι ...το Μπουρούντι, η Ουγκάντα, το Κογκό, η Αλγερία και η Ουγγαρία![13] Φυσικά, από τότε η κατάσταση έγινε δραματικά χειρότερη και το συνολικό εξωτερικό Χρέος το 2009 (χάρη στην εκτόξευση κυρίως του ιδιωτικού Χρέους) είχε φθάσει τα 553 δις. δολ.,[14] έχοντας δηλαδή δεκαπενταπλασιαστεί μέσα σε 15 χρόνια!

Στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, οι οικονομικές ελίτ των χωρών της ΕΕ, και κυρίως η Γερμανική που αποτελεί τον οικονομικό «γκαουλάιτερ» της νέας Ευρώπης, δεν έχουν άλλη επιλογή από τον με κάθε τρόπο περιορισμό του δημοσίου τομέα με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, την δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών για κοινωνικούς ή άλλους σκοπούς (η χρηματοδότηση των οποίων επιβάρυνε το Ευρωπαϊκό κόστος παραγωγής περισσότερο από το Αμερικανικό και το Άπω-ανατολικό) και την μείωση του πληθωρισμού στα επίπεδα των ΗΠΑ και Άπω Ανατολής. Γι’ αυτό και οι βασικοί στόχοι που θεσμοθετήθηκαν στο Μάαστριχτ, τα περίφημα κριτήρια σύγκλισης, αναφέρονται μόνο στα δημοσιονομικά ελλείμματα, το δημόσιο Χρέος και τον πληθωρισμό, χωρίς να γίνεται η παραμικρή αναφορά στην εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης ή ενός περιεκτικού κράτους-πρόνοιας ή, πολύ περισσότερο, στην ανακατανομή εισοδήματος. Η σύγκλιση, επομένως, βασικά στοχεύει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που αποτελεί σήμερα το μέσο επιβίωσης της οικονομικής ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων μέσα στον ανελέητο ανταγωνισμό των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών. Φυσικά, το κόστος της σύγκλισης το πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα και οι «μικρομεσαίοι».

Όμως, εάν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής, που επιδιώκει η μείωση του κρατισμού και η συνακόλουθη «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας (δηλαδή η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί κ.λπ.), αποτελούν λύση για την οικονομική ελίτ των ισχυρών Ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες διαθέτουν ισχυρό ιδιωτικό τομέα, ικανό να ανταγωνισθεί διεθνώς, σίγουρα δεν αποτελεί λύση για την Ελληνική οικονομία. Και αυτό, διότι, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, το βασικό και χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε, ότι, δηλαδή, ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα ούτε ήταν ποτέ ανταγωνιστικός ούτε έγινε περισσότερο ανταγωνιστικός μετά την πλήρη ένταξή μας στην ΕΟΚ, όπως δείχνει η σημερινή εκρηκτική διόγκωση του παραπάνω ανοίγματος. Αντίθετα, δηλαδή, με τον Ευρωπαϊκό Βορρά, στην Ελλάδα ήταν ο δασμοβίωτος και παρασιτικός ιδιωτικός τομέας που είχε οδηγήσει στον υπερτραφή δημόσιο τομέα και όχι, βέβαια, το κράτος-πρόνοιας που ήταν πάντα υποτυπώδες.

Ακόμη και η περίφημη ανάπτυξη που σημειωνόταν στις αρχές αυτής της δεκαετίας, δεν οφειλόταν στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές) και των μεταποιητικών επενδύσεων —η οποία είναι βασική προϋπόθεση βελτίωσης της παραγωγικής δομής και της ανταγωνιστικότητας— αλλά στην αύξηση της κατανάλωσης, πράγμα που επιμελώς αποσιωπούν οι «εκσυγχρονιστές» όταν επαίρονται για το αναπτυξιακό «κατόρθωμά» τους. Έτσι, ενώ στη περίοδο 1970-80 οι κύριοι παράγοντες της ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν η κατανάλωση του δημοσίου τομέα και οι καθαρές εξαγωγές, στη περίοδο 2000-2008 ο κύριος παράγοντας έγινε η ιδιωτική κατανάλωση μαζί με τις (δημόσιες και ιδιωτικές) κατασκευές, ενώ οι καθαρές εξαγωγές, όπως είδαμε, ήταν αρνητικές, με αποτέλεσμα η ιδιωτική κατανάλωση να απορροφά πάνω από το 70% της συνολικής ζήτησης έναντι 57% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη![15]

Παρόλα αυτά, είναι χαρακτηριστική, όλα αυτά τα χρόνια της ένταξής μας, η σύμπτωση απόψεων των διεθνών και των ντόπιων ελίτ, παρά τα φληναφήματα των σοσιαλφιλελευθέρων (κυβερνήσεις Σημίτη) και των σημερινών πρωταθλητών της απάτης που τους διαδέχθηκαν. Έτσι, τον Σεπτέμβρη του 1996, αμέσως μετά την νίκη του ο Σημίτης δήλωνε ότι επιδίωξή του ήταν «να υπάρξουν νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου της αγοράς (...) για αποτελεσματική καταπολέμηση της ανεργίας (...) άνοδο των λαϊκών εισοδημάτων(...) βελτίωση του ιστού κοινωνικής προστασίας (...) για την ανακατανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της οικονομικής εξουσίας».[16] Και αυτό, τη στιγμή που οι ανάγκες επιβίωσης της Ελληνικής οικονομικής ελίτ στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς επέβαλαν ακριβώς τις αντίθετες προτεραιότητες. Δηλαδή, την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, ώστε να προσελκυστούν ξένες και ντόπιες ιδιωτικές επενδύσεις στις οποίες επαφιόταν ολοκληρωτικά σχεδόν η ανάπτυξη και τον δραστικό περιορισμό του δημοσίου τομέα (μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της ριζικής περικοπής των δημοσίων δαπανών), ώστε να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και ο πληθωρισμός και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Η απόλυτη αυτή σύμπτωση απόψεων όσον αφορά στα μέτρα που πρότειναν τότε για την Ελληνική οικονομία η ξένη και ντόπια οικονομική ελίτ, εκφραζόταν ως εξής από τις Εκθέσεις διεθνών οργανισμών (όπως του ΟΟΣΑ) και τον ΣΕΒ.[17] Τα μέτρα αυτά ήταν:

  • η, κατά τον ΣΕΒ, «ριζική αναδιάρθρωση το συντομότερο δυνατό του θέματος της κοινωνικής ασφάλισης» διότι, κατά τον ΟΟΣΑ, «το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι από τα πιο πλουσιοπάροχα στην ΕΕ»,[18]

  • η, κατά τον ΣΕΒ, «δυνατότητα καθορισμού αμοιβών μικρότερων από τις προβλεπόμενες στις συλλογικές συμβάσεις», η τροποποίηση της νομοθεσίας ομαδικών απολύσεων και η μείωση της «επιβάρυνσης του έμμεσου μισθολογικού κόστους». Οι προτάσεις αυτές αντιστοιχούσαν απόλυτα στις συνταγές του ΟΟΣΑ για καθορισμό του ημερομισθίου στο επίπεδο της επιχείρησης, απεριόριστη ελευθερία απολύσεων, παραπέρα μείωση του ελάχιστου ημερομισθίου, μείωση των εργοδοτικών εισφορών, αύξηση των πολύ χαμηλών επιδομάτων ανεργίας (που οι σοσιαλφιλελεύθεροι παρουσιάζουν σαν ένδειξη της κοινωνικής «ευαισθησίας» τους!)[19] Και όλα αυτά, για χάρη της αύξησης της «ελαστικότητας» στην αγορά εργασίας, δηλ. την δραστική μείωση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σε αυτή,

  • η, κατά τον ΣΕΒ, εισοδηματική «αυστηρότητα και πειθαρχία στον δημόσιο τομέα» και οι «γενναίες αποκρατικοποιήσεις» που αντανακλούσαν πιστά τις συνταγές του ΟΟΣΑ για λιτότητα, δραστική μείωση των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα[20] και ιδιωτικοποιήσεις.

Όπως θα έχει γίνει ήδη αντιληπτό από τον αναγνώστη, τα μέτρα αυτά είναι πανομοιότυπα με αυτά που εφαρμόζει σήμερα η τρόικα μαζί με τη Χούντα του «Γιωργάκη» –γεγονός που αποδείχνει τον προσχεδιασμένο χαρακτήρα τους, πολύ πριν τη σημερινή κρίση! —ακριβώς γιατί οι σοσιαλφιλελεύθεροι του Σημίτη και οι κεντροδεξιοί της ΝΔ δεν κατάφεραν να τα περάσουν από τότε μέχρι τώρα.

Σήμερα, μόνο μια δραστική ανάκαμψη των οικονομιών στον Βορρά θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς τη συνεχή επιδείνωση (και αυτό, ανεξάρτητα από την επιδείνωση που θα προκαλεί το δημόσιο χρέος —ακόμη και αν γίνει επαναδιαπραγμάτευση και κάποιο «κούρεμά» του), με τη δημιουργία μιας νέας «ευλογίας» μετανάστευσης (αυτή τη φορά μάλιστα όχι ανειδίκευτων, όπως τη δεκαετία του ‘60, αλλά επιστημονικού δυναμικού που θα αδυνατεί να βρει απασχόληση στην Ελλάδα) ή/και κάποιων ξένων επενδύσεων, οι οποίες όμως προϋποθέτουν ότι το εργατικό δυναμικό θα έχει «τιθασευθεί» κατάλληλα, μέσω της πλήρους «ελαστικοποίησης» της αγοράς εργασίας —πράγμα για το οποίο φροντίζει σήμερα η τρόικα σε συνεργασία με τη κοινοβουλευτική Χούντα του ΠΑΣΟΚ! Όσov αφoρά στις ιδιωτικές επεvδύσεις είvαι χαρακτηριστικό ότι σήμερα συμφωvoύv σχεδόv όλoι, από τoυς vεoφιλελεύθερoυς δεξιoύς μέχρι τoυς… συvoδoιπόρoυς τoυς «αριστερoύς», ότι για όλα έφταιγε τo κράτoς και ότι, επoμέvως, η μόvη σωτηρία θα έλθει από τις ξέvες, κατά πρoτίμηση, επεvδύσεις (μια και oι δικoί μας υπoψήφιoι επεvδυτές πρoτιμoύv vα κάvoυv ασφαλείς καταθέσεις σε εξωτερικoύς λoγαριασμoύς). Η υπόθεση, όμως, αυτή «ξεχvά» ότι στη περίoδo τoυ μεγαλύτερoυ διεθvoύς επεvδυτικoύ μπoυμ, η Ελλάδα είχε έvα από τα χαμηλότερα πoσoστά μεταπoιητικώv επεvδύσεωv στo ΑΕΠ μεταξύ τωv χωρώv στov ΟΟΣΑ. Πράγμα πoυ σχεδόv μηδεvίζει τις πιθαvότητες για μεγάλες ξέvες επεvδύσεις σήμερα με τον οξυμένο ανταγωνισμό πoυ αvτιμετωπίζoυμε σήμερα από την Ανατολική Ευρώπη κ.λπ.

Αν, επομένως, συvεχισθεί τo μεταπoλεμικό μovτέλo oικovoμικής αvάπτυξης, η χώρα μας θα πληρώσει, ακριβότερα από κάθε άλλη χώρα στη Κoιvότητα (γιατί ακόμα και η Πoρτoγαλία είvαι σε καλύτερη αvτικειμεvική θέση), τις συvέπειες της Οικovoμικής Έvωσης. Όσo δηλαδή τo άvoιγμα στη παραγωγικότητα παραμέvει, σαv συvέπεια της σημαvτικής διαρθρωτικής απόκλισης της χώρας μας, η κατιoύσα πoρεία της αvταγωvιστικότητας θα συvεχίζεται, ακόμα και εάν η πoλιτική λιτότητας πoυ θα επιβληθεί (μέχρι τoυλάχιστov τo τέλoς της δεκαετίας) επιτύχει, γιατί η αvταγωvιστικότητα σήμερα εξαρτάται πoλύ περισσότερo από τη πoιότητα, τo σχεδιασμό τoυ προϊόντος κ.λπ., παρά από τo εργατικό κόστoς, τoυ oπoίoυ άλλωστε τo μερίδιo στη προστιθέμενη αξία πέφτει συvεχώς στη μεταπoλεμική περίoδo. Δηλαδή, η αvταγωvιστικότητα εξαρτάται βασικά από τις επεvδύσεις. Και oι επεvδύσεις αυτές δεv εξασφαλίζovται oύτε από τα διαρθρωτικά ταμεία oύτε από τo ιδιωτικό κεφάλαιο.

Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε επί μέρους οικονομικές συνέπειες της ένταξής μας στην ΕΟΚ/ΕΕ σε σχέση με τις «διαρθρωτικές αλλαγές» για την αγοραιοποίηση της οικονομίας που επέβαλλε το Διευθυντήριο της ΕΕ, σε αγαστή σύμπνοια βεβαια, με τις ντόπιες οικονομικές και πολιτικές ελίτ.

Οι Κοινοτικές «διαρθρωτικές αλλαγές» για την αγοραιοποίηση της οικονομίας μας

Η σημερινή Κοινοτική επίθεση για «διαρθρωτικές αλλαγές» (αυτές που οι συμβουλάτορες του «Γιωργάκη» που γράφουν τους λόγους του ονομάζουν «τομές) δεν είναι καινούρια. Στην πραγματικότητα, όπως θα δούμε στο υπόλοιπο κεφάλαιο, η επίθεση για «διαρθρωτικές αλλαγές» είχε αρχίσει ήδη από την δεκαετία του 1990 (και για την γεωργία ακόμη νωρίτερα), αλλά κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν τόλμησε να τις επιβάλλει πλήρως, με αποτέλεσμα να χρειαστεί όλη η τωρινή σκηνοθεσία για τη δήθεν ξαφνική κρίση, ώστε να τεθούν σε εφαρμογή μαζεμένες, όλες αυτές οι αλλαγές που δεν είχαν ολοκληρωθεί τόσα χρόνια! Με αυτή την έννοια, η «ξαφνική» κρίση παίζει τον ίδιο ρόλο με τα γεγονότα της 9/11, στο βαθμό που ήταν σχεδιασμένα από την Αμερικανική ελίτ με την έννοια ότι ήξεραν την επίθεση (όπως έχει σαφώς δειχθεί, όχι από κάποιους συνομοσιoλόγoυς αλλα απο «αιρετικά» παιδιά τoυ Αμερικάνικου κατεστημένου όπως ο Gore Vidal) αλλά δεν τη σταμάτησαν, ώστε να μπορέσουν να εξαπολύσουν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» με στόχο να αλλάξουν τον παγκόσμιο πολιτικό και γεω-στρατηγικό χάρτη. Έτσι, σε αντίστοιχο βαθμό οι ντόπιες και ξένες ελίτ ήξεραν πολύ καλά το σκάσιμο της «φούσκας» που ερχόταν και δεν έκαναν το παραμικρό για να το σταματήσουν (αντίθετα το επιτάχυναν!), ώστε να μπορέσουν να εξαπολύσουν τον πόλεμο κατά των λαϊκών στρωμάτων και να επιβάλλουν τις «τομές» που απαιτούσε η πλήρης ενσωμάτωση της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που δεν είχε ολοκληρωθεί ως τώρα.

Οι διαρθρωτικές αυτές αλλαγές δεν έχουν, βέβαια, καμιά σχέση με τις πραγματικές αλλαγές στην παραγωγική και καταναλωτική δομή της χώρας που απαιτούνται γα τη θεμελίωση μιας αυτοδύναμης οικονομίας. Απλώς είναι οι αλλαγές που κατ’ ευφημισμό αποκαλούν «διαρθρωτικές» οι σοσιαλ/νεοφιλελεύθεροι, με μοναδικό σκοπό το πλήρες άνοιγμα και την απελευθέρωση όλων των αγορών, δηλαδή την ελαχιστοποίηση (και όπου είναι δυνατό, την κατάργηση) όλων των ελέγχων πάνω στις αγορές που είχε επιβάλλει η κοινωνία για την αυτοπροστασία της από αυτές. Η πεμπτουσία των «4 ελευθεριών», που επέβαλλε η ΕΕ μέσω του Μάαστριχτ και των συνακόλουθων συνθηκών, περιγράφεται από αυτές τις «διαρθρωτικές αλλαγές», κάποιες απο τις οποίες θα εξετάσουμε εδώ, δηλαδή :

1. την καταστροφή της γεωργίας μας μετά την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ,

2. την αγοραιοποίηση των εργασιακών σχέσεων,

3. την Κοινοτική επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση,

4. την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας και την επίθεση στη Τοπική Αυτοδιοίκηση,

5. το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου, και,

6. τη συνακόλουθη έξαρση της ανισότητας από τις παραπάνω αλλαγές.

1. Η καταστροφή της γεωργίας μας μετά την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ

Οι μαζικές κινητοποιήσεις των αγροτών με τις μαύρες σημαίες στα τρακτέρ και τον αποκλεισμό των δρόμων έχουν πάρει πια τον χαρακτήρα ετήσιας «τελετουργίας», την οποία κάποτε χαλούν τα αστυνομικά κλομπ, οι συλλήψεις και οι δίκες, είτε έχουν «σοσιαλιστική» είτε «δεξιά» προέλευση. Από την άλλη μεριά, κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., τάσσονται «αλληλέγγυα» στον αγώνα των αγροτών, προφανώς για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους, εφόσον δεν διανοούνται να θέσουν θέμα εξόδου από την ΕΕ, η οποία είναι όμως ο κατ’ εξοχήν φορέας της σημερινής παγκοσμιοποίησης στον χώρο μας, που οδήγησε στη καταστροφή της παραγωγικής δομής γενικά, και του αγροτικού μας τομέα ειδικότερα.

Οι ετήσιες όμως αυτές συγκρούσεις, που φανερώνουν την διογκούμενη απελπισία των αγροτών, αποτελούν απλώς την κορυφή του παγόβουνου. Η μαζική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και η ερήμωση της υπαίθρου δεν οφείλεται, όπως λένε τα παραμύθια των «εκσυγχρονιστών», στον δήθεν εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την στροφή των αγροτών μας σε άλλες ωφελιμότερες γι’ αυτούς απασχολήσεις. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, όπως έγινε πάντα στην Ιστορία, την παράλληλη μαζική επέκταση είτε του βιομηχανικού τομέα (όπως συνέβη στην βιομηχανική επανάσταση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών), είτε του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών (όπως γίνεται σήμερα με την πληροφορική επανάσταση). Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε την ταυτόχρονη δραματική βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας, ώστε να συνεχίσει ο αγροτικός τομέας να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού, στο πλαίσιο μιας σχετικά αυτοδύναμης οικονομίας. Στην Ελλάδα όμως (καθώς και στις άλλες χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας) τίποτα από αυτά δεν συνέβη.

Έτσι, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, ο υποτυπώδης βιομηχανικός τομέας, που αναπτύχθηκε στον μεσοπόλεμο, ήταν δασμοβίωτος και, μόλις η Ελληνική οικονομία άρχισε την μεταπολεμική περίοδο να ενσωματώνεται στην διεθνοποιούμενη οικονομία της αγοράς, μπήκε σε βαθιά κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν το φούντωμα της ανεργίας που συγκαλύφθηκε για ένα διάστημα με την μαζική μετανάστευση. Η ένταξή μας στην ΕΟΚ και το άνοιγμα των αγορών μας ολοκλήρωσε την διαδικασία αυτή και οδήγησε στην άνθιση ενός παρασιτικού τομέα υπηρεσιών, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, που, το 1981, ήδη απορροφούσε το 40% του ενεργού πληθυσμού, εξέλιξη που δεν είχε, βέβαια, καμία σχέση με την παράλληλα αναδυόμενη πληροφορική επανάσταση και την αντίστοιχη επέκταση ενός εξειδικευμένου τομέα υπηρεσιών στα καπιταλιστικά κέντρα. Στο μεταξύ, ο αγροτικός τομέας, παρά το γεγονός ότι λόγω της χαμηλής παραγωγικότητάς του δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο εισόδημα για πολλούς αγρότες, εξακολουθούσε μέχρι την ένταξή μας στην ΕΟΚ, το 1981, να απασχολεί το 31% του ενεργού πληθυσμού, έναντι ενός μέσου ποσοστού 7% στα μητροπολιτικά κέντρα (δηλαδή τις «βιομηχανοποιημένες οικονομίες της αγοράς») της ΕΟΚ.[21]

Στην περίοδο όμως μετά την ένταξη, σημειώνεται γενική αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την ΚΑΠ (Κοινοτική Αγροτική Πολιτική). Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη πραγματική καθίζηση μεταξύ 1981 και σήμερα, αφού το ποσοστό των αγροτών στον συνολικό ενεργό πληθυσμό την περίοδο 2004-08 ήταν μόλις 8% του ενεργού πληθυσμού, δηλαδή το ένα τέταρτο του ποσοστού τον καιρό της ένταξης![22] Το ίδιο, βέβαια, συνέβη και στα μητροπολιτικά κέντρα, αλλά ενώ, για παράδειγμα, στην Ευρωζώνη το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε κατά 29% μεταξύ των δεκατιών του 1990 και 2000 (από το 1990-92 στο 2004-08), στην Ελλάδα, κατά την ίδια περίοδο, μειώθηκε κατά 60%, παρουσιάζοντας δηλαδή υπερδιπλάσια μείωση από την Ευρωζώνη![23] Έτσι, ενώ στην Ευρωζώνη μόνο το 2% του ενεργού πληθυσμού έπρεπε να βρει (και βασικά βρήκε) απασχόληση στον επεκτεινόμενο σύγχρονο τομέα των υπηρεσιών, στην Ελλάδα πάνω από το 12% του ενεργού πληθυσμού αναγκάστηκε σε φυγή απο τον αγροτικό τομέα προς τις συνήθως παρασιτικές «υπηρεσίες» των αστικών κέντρων. Ακόμη, ενώ η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στα μητροπολιτικά κέντρα δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή, που συνέχισε να αυξάνει με γοργούς ρυθμούς, στην Ελλάδα βάλτωσε. Έτσι, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής στην Ευρωζώνη (που περιλαμβάνει και την περιφέρεια όπου σημειώθηκε σημαντική μείωση, σε αντίθεση με τα μητροπολιτικά κέντρα), την προηγούμενη εικοσαετία (1990-2008) ήταν οριακά θετικός (περίπου 0,5%), ενώ ο Ελληνικός ήταν σημαντικά αρνητικός (περίπου -2%).[24] Και αυτό, ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7%![25] Οι συνέπειες είναι οι αναμενόμενες όσον αφορά στο αγροτικό εισόδημα που, σύμφωνα με την Eurostat, μειώνεται συνεχώς αυτή την δεκαετία, με τον δείκτη του πραγματικού εισοδήματος των αγροτών να είναι σήμερα στο 83,1 (με βάση το 2000=100) ενώ μείωση παρουσιάζει γενικότερα και ο Μεσογειακός Νότος (Ιταλία, Πορτογαλία, Κύπρος).[26] Ο μαρασμός αυτός του αγροτικού τομέα έχει βέβαια καταστροφικές συνέπειες στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας σε σχέση με τον κρίσιμο τομέα διατροφής.

Η καταστροφή της γεωργίας μας από τη στιγμή που μπήκαμε στην ΕΟΚ αντανακλάται και στο αγροτικό Ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές) για τρόφιμα, ποτά, καπνό, βαμβάκι, κατεργ. δέρματα κλ.π., το οποίο παρουσιάζει δραματική επιδείνωση σε ολόκληρη την περίοδο μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το έλλειμμα στο αγροτικό Ισοζύγιο (δηλαδή, το πόσα περισσότερα εισάγουμε από ό,τι εξάγουμε) έχει σχεδόν οκταπλασιαστεί μετά την ένταξη στην ΕΟΚ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη γεωργία μας ακόμη απασχολείται τριπλάσιο με τετραπλάσιο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με μητροπολιτικά Ευρωπαϊκά κέντρα όπως το Βέλγιο, η Γερμανία η Ολλανδία η Σουηδία και η Βρετανία, τα οποία όμως έχουν συνήθως πλεόνασμα στο αγροτικό τους ισοζύγιο. Είναι όμως χαρακτηριστικό, και ιδιαίτερα σημαντικό, ότι το ίδιο συνέβαινε και στην χώρα μας πριν την ένταξη. Έτσι, στη περίοδο μετά την μεταπολίτευση και μέχρι την πλήρη ένταξή μας (1974-80), υπήρχε ένα υγιές πλεόνασμα στο αγροτικό Ισοζύγιο που έφθανε κατά μέσο όρο τα 45 εκ. δολ. ετησίως. Την περίοδο όμως 1981-85 το πλεόνασμα μετετράπη σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολ., το οποίο έφθασε τα 1.860 εκ δολ. το 1997 (τελευταία χρονιά για την οποία δίνει επίσημα στοιχεία η Τράπεζα Ελλάδος). Από τότε, φαίνεται ότι το έλλειμμα αυτό έχει εκραγεί.[27]

Που οφείλεται λοιπόν η προϊούσα καταστροφή της γεωργίας μας; Τα πραγματικά αίτια της αγροτικής κρίσης δεν ανάγονται, βέβαια, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) στις «κακές» πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, δηλαδή την κακοδιαχείρηση των επιδοτήσεων κ.λπ., αλλά στην «αγοραιοποίηση» της οικονομίας γενικά (δηλ. την βαθμιαία απελευθέρωση των αγορών) και της γεωργίας ειδικότερα, μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ. Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε η βαθμιαία άρση των εσωτερικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά των αγροτικών προϊόντων (προστατευτικοί δασμοί, επιδοτήσεις από τον Προϋπολογισμό, καθορισμός τιμών κ.λπ.). Αυτό συνέβη, πρώτα, στα χέρια της ΚΑΠ, η οποία ανέκαθεν καθοριζόταν με βάση τα συμφέροντα των ισχυρών «Βορείων» εταίρων μας και, σήμερα, στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς που, μέσω της ΠΟΕ (Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου), οδηγεί στη σταδιακή εξαφάνιση κάθε προστασίας της αγροτικής παραγωγής, είτε σε εθνικό είτε σε κοινοτικό επίπεδο. Η ΚΑΠ ήδη πνέει τα λοίσθια και η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ ενσωματώνεται σταδιακά στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Οι επιδοτήσεις επομένως της ΚΑΠ στον αγροτικό τομέα, για τις οποίες επαίρονται οι «εκσυγχρονιστές», ενώ οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι οδύρονται διότι δεν τις εκμεταλλευθήκαμε κατάλληλα, και επαναλαμβάνουν τα ευχολόγια για τις απαιτούμενες «διαρθρωτικές αλλαγές» μέσα στο σύστημα,[28] έπαιξαν κατ' αρχήν τον ίδιο ακριβώς ρόλο που παίζουν γενικότερα οι μεταβιβάσεις της ΕΕ σε σχέση με την ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, συγκάλυψαν την προϊούσα καταστροφή της παραγωγικής μας δομής, δημιουργώντας μια τεχνητή ευμάρεια —ιδιαίτερα ανάμεσα στους μεγαλοπαραγωγούς, δεδομένου ότι πάνω από το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού δεν δικαιούται επιδοτήσεις— μέσω της παροδικής αύξησης του αγροτικού εισοδήματος. Στην πραγματικότητα όμως, οι επιδοτήσεις, ως τμήμα της ΚΑΠ και των περιορισμών που επέβαλε στο τι παράγουμε και πόσο παράγουμε, συνέβαλαν σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στην απόκρυψη της διαστρέβλωσης της παραγωγικής δομής μας που επέφερε η Κοινοτική πολιτική. Σήμερα, το τι και πόσο παράγουμε έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ανάγκες των εταίρων μας παρά με τις δικές μας ανάγκες σε αγροτικά προϊόντα. Η ΚΑΠ έθετε συνεχή όρια για τη φυτική και ζωϊκή παραγωγή, για την μείωση εκτάσεων και αγροκαλλιεργειών, όχι μόνο για πλεονασματικά, αλλά ακόμη και για ελλειμματικά προϊόντα όπως ο καπνός και το βαμβάκι. Έτσι οι επιδοτήσεις, με την «βοήθεια» του άνισου σε βάρος των αγροτών μας ανταγωνισμού από τις ανταγωνιστικότερες μονάδες του Βορρά, «έπεισαν» τους αγρότες μας να ξεριζώσουν δεκάδες χιλιάδες σταφιδάμπελα στη Κρήτη και τη Πελοπόννησο, να συρρικνώσουν τη παραγωγή και ποσότητα εξαγωγών καπνού, να μειώσουν τη παραγωγή σκληρού σταριού για χάρη της ...Γαλλίας, να παράγουν οπωροκηπευτικά για τις «χωματερές» κ.λπ..

Όμως, η ΚΑΠ απλώς συνέβαλε στη διαστρέβλωση της αγροτικής μας δομής, με την μεταβίβαση του ελέγχου της αγροτικής παραγωγής σε εξωτερικά κέντρα. Η βασική αιτία που οδήγησε στη προϊούσα αποσύνθεση του αγροτικού τομέα είναι η μετενταξιακή προϊούσα «αγοραιοποίηση» του, δηλαδή η ανάθεση βασικά της τύχης του αγροτικού τομέα στις δυνάμεις της αγοράς —διαδικασία που ήδη εντείνεται δραστικά τα τελευταία χρόνια, μαθηματικά οδηγώντας σε συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών και της σταδιακής μείωσης των επιδοτήσεων, πράγμα που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της αγροτικής παραγωγής και συνακόλουθα του αγροτικού πληθυσμού. Η αγοραιοποίηση αυτή σημαίνει ότι οι μόνοι που θα επιβιώσουν στον ανταγωνισμό είναι οι οικονομικά ισχυρότεροι, δηλαδή οι τεράστιες αγροτικές επιχειρήσεις (agri-business) που εξαπλώνονται σήμερα παντού στον Βορρά και οι οποίες, με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και καλλιεργήσιμων εκτάσεων που διαθέτουν, είναι ασυναγώνιστες.

Το φαινόμενο δεν είναι, βέβαια, μόνον ελληνικό. Η διεθνοποίηση της αγροτικής οικονομίας, η οποία έχει οδηγήσει στον τριπλασιασμό του παγκόσμιου εμπορίου σε τρόφιμα, από τότε που φούντωσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ήδη έχει οδηγήσει σε μια πελώρια συγκέντρωση. Η ίδια η αγροτική εκβιομηχάνιση, ως τμήμα της εντατικοποίησης της γεωργίας στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, σημαίνει μια τεράστια συγκέντρωση σε όλα τα στάδια (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση). Μια συγκέντρωση που καταλήγει, αναπόφευκτα, στον έλεγχο της τροφικής αλυσίδας από μια οικονομική ελίτ, δηλαδή τις πολυεθνικές που ελέγχουν τη παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, χημικών και μηχανημάτων, τα σουπερμάρκετ που ελέγχουν τη διανομή κ.λπ. Η συγκέντρωση αυτή ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της γενικότερης συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης που επιφέρει η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης πληθυσμιακής συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα. Η εκβιομηχάνιση αυτή σήμαινε ακόμη την σημαντική αύξηση της παραγωγής, εφόσον είχε ως συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας όσων απόμειναν στη γεωργία, αλλά και τη συνακόλουθη συμπίεση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Η συγκέντρωση και η παγκοσμιοποίηση έχουν ως αποτέλεσμα ότι οι πολυεθνικές και οι μεγαλοαγρότες από τη μια μεριά και τα σουπερμάρκετ από την άλλη εκτοπίζουν τους μικρούς αγρότες, μέσω της συμπίεσης των τιμών που επιβάλλει ο παγκόσμιος ανταγωνισμός.

Συγχρόνως, η εξάρτηση του αγρότη από τις πολυεθνικές για την προμήθεια των φυτοφαρμάκων, μηχανημάτων κ.λπ., δημιουργεί άλλον ένα παράγοντα εκτόπισης των μικροαγροτών. Για να επιβιώσει ο αγρότης πρέπει να ελαχιστοποιεί τα έξοδα παραγωγής, και ο αγώνας αυτός είναι εντονότερος όσο πιο απορυθμισμένες είναι οι αγορές, Ο μέσος αγρότης στη Βρετανία, για παράδειγμα, παράγει σήμερα τρεις φορές περισσότερα τρόφιμα από ό,τι πριν 25 χρόνια, αλλά το εισόδημά του είναι το μισό του τότε εισοδήματός του. Γενικά, οι πολιτικές ελεύθερου εμπορίου που θεσμοποιούν το άνοιγμα και την «απελευθέρωση» των αγορών —διαδικασία που είχε αρχίσει «από κάτω» (από τις πολυεθνικές) στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση— οδήγησε σε μια πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των οικονομικών ελίτ που διαχειρίζονται την παγκόσμια οικονομία. Τόσο, άλλωστε, η ορθόδοξη όσο και η ριζοσπαστική οικονομική θεωρία μπορούν να δείξουν ότι όταν δύο άνισα (σε όρους παραγωγικότητας, τεχνογνωσίας, οργάνωσης κ.λπ.) οικονομικά μέρη έρχονται σε ανταλλαγή μέσω του ελεύθερου εμπορίου, το ισχυρότερο μέρος θα επιβληθεί και θα θέσει τελικά εκτός αγοράς το ασθενέστερο: είτε με χαμηλότερες τιμές στην αρχή, μέχρι να επιβληθεί στην αγορά, είτε με τα άλλα οικονομικά πλεονεκτήματά του και την δύναμή του να επιβάλλει τελικά τους «κανόνες του παιχνιδιού». Δεν είναι περίεργο, φυσικά, ότι τον καιρό της ανάπτυξής τους τα σημερινά καπιταλιστικά κέντρα απέρριπταν το ελεύθερο εμπόριο και επέβαλαν σκληρά προστατευτικά μέτρα της παραγωγής τους.

Έτσι, το ελεύθερο εμπόριο επιδεινώνει την πελώρια και συνεχώς διογκούμενη ανισότητα και οδηγεί στο «παράδοξο» της αυξανόμενης πείνας ανάμεσα στην «αφθονία». Το γεγονός, δηλαδή, ότι μια χώρα παράγει περισσότερα τρόφιμα δεν σημαίνει ότι τρέφει καλύτερα τον πληθυσμό της. Στην ίδια την ηγεμονική δύναμη μέσα στην υπερεθνική ελίτ, τις ΗΠΑ, το γεγονός ότι παράγονται 40% περισσότερα τρόφιμα από όσα χρειάζεται ο πληθυσμός, δεν εμποδίζει 26 εκατ. Αμερικανούς να επιβιώνουν μόνο με τα υποτυπώδη δημόσια βοηθήματα και τις φιλανθρωπικές δωρεές. Αντίστοιχα, στην Ινδία, το πελώριο σιτικό πλεόνασμα των 59 εκατ. τόνων, που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, συνυπάρχει με τον υποσιτισμό των μισών σχεδόν παιδιών, την πείνα δεκάδων εκατομμυρίων ενηλίκων και τις αυτοκτονίες πολλών εκατοντάδων φτωχών αγροτών. Συγχρόνως, τα τελευταία χρόνια, εκατομμύρια αγροτών εγκαταλείπουν τη γη τους, ιδιαίτερα στον Νότο, διότι αδυνατούν να ανταγωνιστούν τις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις του Βορρά, οι οποίες όχι μόνο απολαύουν οικονομιών κλίμακας και τεχνολογικών πλεονεκτημάτων, τεράστιων δικτύων διανομής κ.λπ., αλλά, κάποτε, ακόμη και άμεσων ή έμμεσων επιδοτήσεων.

Η αναπόφευκτη, επομένως, συνέπεια του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, στην οποία εξαναγκάζει τους αγρότες η υπερεθνική ελίτ μέσω των διεθνών θεσμών που ελέγχει (ΔΝΤ, ΠΟΕ, Ε.Ε. κ.λπ.), είναι η κατάρρευση των τοπικών αγορών. H συνέπεια, δηλαδή, της ενσωμάτωσης της γεωργίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσω της συγκέντρωσης σε ολοένα μεγαλύτερες αγροτικές επιχειρήσεις, που οδηγεί σε συμπίεση των εξόδων παραγωγής και παραπέρα μεγέθυνση της καλλιεργήσιμης έκτασης, αναγκάζει τους παραγωγούς του Νότου σε άνισο ανταγωνισμό με τα αγροτικά συστήματα εντάσεως κεφαλαίου του Βορρά, και επιφέρει την εξόντωση των μικροαγροτών, πέρα από την απώλεια της αυτοδυναμίας σε τρόφιμα. Και όλα αυτά, χωρίς να αναφερθούμε στην αγοραιοποίηση της γεωργίας από την μεριά των μεθόδων παραγωγής (σπόροι, λιπάσματα κ.λπ.) που παράγονται στον Βορρά και αποτελούν άλλη μια σημαντική πηγή υπονόμευσης της αυτοδυναμίας των αγροτών μας. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το ξερίζωμα από τη γη εκατομμυρίων αγροτών, ενώ αυτοί που απομένουν καταδικάζονται σε ένα συνεχή αγώνα επιβίωσης, όπου η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής συνοδεύεται από την παράλληλη συμπίεση των τιμών και των εισοδημάτων τους! Και, φυσικά, όλα αυτά χωρίς να αναφερθούν οι συνέπειες της συγκέντρωσης στο περιβάλλον και την υγεία.[29]

Είναι, επομένως, φανερό ότι η βαθιά αυτή κρίση είναι «συστημική», αφορά δηλαδή το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, και δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί με την στροφή στη καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων, ή γενικότερα την παραδοσιακή γεωργία, όπως προτείνουν ως πανάκεια οι μεταλλαγμένοι Πράσινοι. Μια τέτοια επιστροφή απαιτεί ριζική αποκέντρωση στην παραγωγή και την κατανάλωση, δηλαδή την αντιστροφή της συγκέντρωσης που ιστορικά επέφερε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς, πράγμα αδύνατο μέσα στο σύστημα αυτό. Γι’ αυτό και η προσπάθεια των οικολόγων για την εξάπλωση της βιολογικής καλλιέργειας στο υπάρχον σύστημα απλώς οδηγεί σε ένα νέο κοινωνικό διχασμό, που είναι εν εξελίξει στη Δύση, όπου τα μεν προνομιούχα κοινωνικά στρώματα καταφεύγουν στα βιολογικά προϊόντα για να μειώσουν τις συνέπειες στην υγεία τους, ενώ οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να καταναλώνουν τα «δεύτερα» της μαζικής αγροτικής «βιομηχανίας».

Εξίσου φανερό είναι ότι η διέξοδος από την κρίση αυτή, που αποτελεί τμήμα της σημερινής πολυδιάστατης οικονομικής, πολιτικής, οικολογικής και κοινωνικής κρίσης, δεν είναι δυνατό να βρεθεί μέσα στους υπάρχοντες θεσμούς. Στις συνθήκες λοιπόν που ανέφερα, οι προτάσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) για «αλλαγή της αγροτικής πολιτικής» με στόχο την αναδιάρθρωση της παραγωγής σε προϊόντα «ζήτησης», διασφάλιση της οικογενειακής εκμετάλλευσης, αύξηση της ανταγωνιστικότητας, εξασφάλιση ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο κ.λπ., αποτελούν ανώδυνα ευχολόγια που έχει κάνει βαρετά η διαρκής επανάληψή τους. Η διέξοδος, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο τελευταίο μέρος του βιβλίου αυτού, μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα από την δημιουργία των προϋποθέσεων για μια αυτοδύναμη οικονομία, έξω βέβαια από την ΕΕ/ΟΝΕ και τους διεθνείς οργανισμούς που επιβάλλουν την ενσωμάτωση στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

 

2. H αγοραιοποίηση των εργασιακών σχέσεων

 

Ένας από τους κυριότερους στόχους των «διαρθρωτικών αλλαγών» είναι η «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, δηλαδή η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων που ελαχιστοποιεί τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στην αγορά εργασίας, οι οποίοι είχαν επιβληθεί από το εργατικό κίνημα, κάτω από, ακόμη και αιματηρούς, αγώνες. Έτσι, οι κοινωνικοί περιορισμοί που είχαν επιβληθεί στους εργοδότες όσον αφορά στη δυνατότητά τους να απολύουν όποιον εργαζόμενο ήθελαν κατά το δοκούν, ή οι περιορισμοί πάνω στον καθορισμό των μισθών και ημερομισθίων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και όχι από τον κάθε εργοδότη χωριστά ανάλογα με τη δύναμή του, όπως και οι υποχρεώσεις τους για τις ίδιες τις συνθήκες εργασίας, υποσκάπτονται ή καταργούνται και αντικαθίστανται από την Αμερικανική ζούγκλα του hire and fire (δικαίωμα πρόσληψης και απόλυσης κατά το δοκούν του εργοδότη) που ουσιαστικά εισάγει η ΕΕ, ώστε να μπορεί η Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά την Αμερικανική και την Ασιατική, όπου αυτού του είδους οι εργασιακές σχέσεις είναι ο κανόνας.

 

Για να αντιληφθούμε όμως τους λόγους, για τους οποίους οι ελίτ στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης εγκαταλείπουν ή υποσκάπτουν όλους αυτούς τους κοινωνικούς περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στην αγορά εργασίας, και έδιναν συγχρόνως ένα ανθρωπινό πρόσωπο στην Ευρωπαϊκή ιδιαίτερα οικονομία της αγοράς, θα πρέπει να πάμε πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 όταν η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, λόγω της δημιουργίας του φαινομένου των πολυεθνικών και της συνεχούς εξάπλωσής τους, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη παράλληλη επέκταση του κρατισμού, (με την έννοια του ενεργού κρατικού ελέγχου στον καθορισμό του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας), δημιούργησε μια θεμελιακή αντίφαση στο μεταπολεμικό μοντέλο «ανάπτυξης». Έτσι, η μεν διεθνοποίηση επέβαλε το ολοένα μεγαλύτερο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών και, συνακόλουθα, τον δραστικό περιορισμό του κρατισμού που είχε ιδιαίτερα αναπτυχθεί στη μεταπολεμική Ευρώπη, ενώ το συνεχώς επεκτεινόμενο τότε Κράτος-πρόνοιας επέβαλε ακριβώς το αντίθετο.[30] Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίφαση αυτή, τέθηκε λοιπόν σε κίνηση στα τελευταία 30 χρόνια, από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους σε αγαστή σύμπνοια, μια διαδικασία συρρίκνωσης του κρατικού οικονομικού ρόλου και παράλληλης απελευθέρωσης (από κοινωνικούς ελέγχους) και απορρύθμισης των αγορών κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων.

 

Η αγορά εργασίας, ιδιαίτερα, αποτελεί τον κύριο στόχο της απελευθέρωσης των αγορών. Έτσι, πολλοί σημαντικοί κοινωνικοί έλεγχοι καταργούνται (για παράδειγμα, η νομοθεσία για ελάχιστο ημερομίσθιο, η μονιμότητα των υπαλλήλων στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κ.λπ.) και άλλοι τροποποιούνται δραστικά (π.χ. έλεγχοι σε σχέση με την μερική απασχόληση και τις απολύσεις) με ρητό στόχο την «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας. Δηλαδή, με στόχο να γίνει η εργασία περισσότερο «επιδεκτική» στις αλλαγές των συνθηκών της αγοράς. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως υποστηρίζουν τώρα ακόμη και μετά-Κεϋνσιανοί αναλυτές, ο στόχος είναι «να μετατραπεί η εργασία σε εμπόρευμα ―όχι μόνο σε σχέση με τον τρόπο καθορισμού των μισθών και των εργατικών συνθηκών, αλλά ακόμη και αναφορικά με τον τρόπο που διευθύνεται η εργασία στον τόπο δουλειάς».[31] Η δραστική χαλάρωση των κοινωνικών αυτών ελέγχων, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και την αντι-συνδικαλιστικη νομοθεσία (περιορισμός του δικαιώματος απεργίας, διαδηλώσεων κ.λπ.), σημαίνουν ότι τα αποτελέσματα των τεχνολογικών αλλαγών που ήδη έχουν οδηγήσει σε διαρθρωτική ανεργία (επανάσταση πληροφορικής) δεν έγινε προσπάθεια να αντισταθμισθούν με αποτελεσματική κρατική δραστηριότητα. Αντίθετα, αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς να «λύσουν» το πρόβλημα της απασχόλησης ενώ, παράλληλα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με τη δραστική περικοπή του δημοσίου τομέα, συνεισφέρουν και άμεσα στην αύξηση της ανεργίας.

 

Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική αύξηση της ανεργίας, ενώ η φτώχια και η ανισότητα αυξάνουν αναλογικά με την απορρύθμιση και ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Έτσι, η ανεργία στην ΟΝΕ/Ευρωζώνη από 7,1% το 1980-82, έφθασε το 9,8%% το 1998-2000[32] για να ξεπεράσει σήμερα το μέσο όρο 10% ( με την Ισπανία να έχει 20% ανεργία και την Ελλάδα να αναμένεται, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, να φθάσει το ίδιο ποσοστό το 2011), και με τους μισούς περίπου ανέργους να χαρακτηρίζονται «μακροχρόνιοι άνεργοι», δηλαδή να μην έχουν απασχόληση για πάνω από ένα χρόνο! Εντούτοις, είναι πιθανόν η μαζική ανοικτή ανεργία να είναι προσωρινή και, όταν θα αρχίσει πάλι η ανάκαμψη από τη σημερινή κρίση, να συντελεστεί η μετάβαση της οικονομίας της αγοράς (που ήδη είχε αρχίσει πριν την κρίση) από τις συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945-75), σε μια περίοδο χαμηλόμισθης, περιστασιακής, ή μερικής απασχόλησης και συγκεκαλυμμένης ανεργίας. Η εξέλιξη αυτή θα είναι το αποτέλεσμα τόσο της «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας, όσο και μιας συστηματικής προσπάθειας των πολιτικών ελίτ να μειώσουν την ανοικτή ανεργία, που έχει σημαντικό πολιτικό κόστος και οδηγεί στην πλήρη αναξιοπιστία της οικονομίας της αγοράς.

 

Η νεοφιλελεύθερη μάλιστα μυθολογία, που εναγκαλίζονται και οι σοσιαλφιλελεύθεροι, πάντα υποστήριζε ότι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας οδηγεί σε χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Εκείνο, όμως, που αποσιωπούν είναι το τι είδους εργασία δημιουργούν οι απελευθερωμένες αγορές εργασίας. Σειρά από έρευνες δίνουν την απάντηση. Οι περισσότερες από τις νέες δουλειές που δημιουργούνται αφορούν χαμηλόμισθη απασχόληση (συνήθως περιστασιακή εργασία) η οποία αντικαθιστά τη σχετικά καλά αμειβόμενη πλήρη απασχόληση. Μια παλαιότερη ανάλυση των Τάιμς της Ν. Υόρκης[33], για παράδειγμα, με βάση τα επίσημα στοιχεία του Αμερικανικού Υπ. Εργασίας, ήταν αποκαλυπτική για τις τάσεις αυτές. Μεταξύ 1979 και 1995 πάνω από 43 εκ. Αμερικανοί έχασαν δουλειές πλήρους απασχόλησης και, μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν νέα απασχόληση, μόνο το 35% βρήκαν δουλειά με τον ίδιο ή ανώτερο μισθό. Αντίθετα, 25 χρόνια πριν, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που έχαναν τη δουλειά τους έβρισκαν νέα απασχόληση με περίπου ίδια αμοιβή. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχει η μεγαλύτερη ανασφάλεια σε σχέση με την εργασία από τον καιρό της μεγάλης οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του 1930.

 

Ανάλογες είναι οι τάσεις στην άλλη χώρα-«όαση» μέσα στην έρημο της μαζικής ανεργίας: την Βρετανία, όπου η θέση πλήρους απασχόλησης γίνεται «άπιαστο όνειρο». Έτσι, στη χώρα αυτή, το 1993, μόνο 36% του ενεργού πληθυσμού είχαν πλήρη απασχόληση έναντι 56% το 1975,[34] και από τότε η κατάσταση χειροτέρευσε περισσότερο, αφού στη περίοδο 1993-96 μόνο 38% των νέων δουλειών αφορούσαν πλήρη απασχόληση, με όλα τα τυχόν επιδόματα, πλήρεις διακοπές κλ.π..[35] Οι τάσεις μάλιστα αυτές ήδη αναπαράγονται σε όλο τον Ευρωπαϊκό Βορρά, ιδιαίτερα μετά τη κατάρρευση του Γερμανικού μοντέλου του «καπιταλισμού της κοινωνικής αγοράς».

 

Ο άγριος, επομένως, ανταγωνισμός μεταξύ ΕΕ, NAFTA και Άπω Ανατολής δημιουργεί σήμερα συνθήκες όχι τόσο ανοικτής ανεργίας, όσο χαμηλόμισθης απασχόλησης στο πλαίσιο ελαστικών αγορών εργασίας. Στη Βρετανία, πάλι, η επίσημη ανεργία, πριν την χρηματοπιστωτική κρίση και τα επακόλουθά της, ήταν 1,6 περίπου εκ. (5,4%) αλλά, αν συνυπολογιστούν οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι σε «αναγκαστική» μερική απασχόληση (διότι αδυνατούν να βρουν πλήρη απασχόληση), η πραγματική ανεργία ανερχόταν σε 4 εκ., δηλ. το 13,7%[36]. Η «ευέλικτη» αγορά εργασίας, που εισήγαγε ο Θατσερισμός και συνέχισαν οι σοσιαλφιλελεύθεροι του Μπλερ και του Μπραουν, σήμαινε ότι οι περισσότερες νέες δουλειές ήταν σε χαμηλόμισθη μερική απασχόληση, ή σε περιστασιακές και προσωρινές (με βραχύχρονα συμβόλαια) δουλειές. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι οι Βρετανοί σήμερα εργάζονται περισσότερο από όλους μέσα στην ΕΕ, με το 30% των ανδρών σε πλήρη απασχόληση να εργάζονται πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα. Όπως τονίζει σχετικά ο καθηγητής στο Παν. του Λανκαστερ, S. Fleetwood, «οι εργάτες σήμερα μπορούν να έχουν είτε μια ανασφαλή, κακοπληρωμένη και γεμάτη στρες δουλειά, ή καθόλου δουλειά».[37] Το επιθυμητό (για τους εργοδότες) αποτέλεσμα είναι ότι, παρά τη σημαντική μείωση της ανεργίας, δεν αυξήθηκε αντίστοιχα το κόστος εργασίας και ο πληθωρισμός, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.[38]

 

Τέλος, στη Γαλλία, οι θέσεις εργασίας που δημιούργησε το νέο εργασιακό μοντέλο του Ζοσπέν, το οποίο συνδύαζε την «ελαστική» εργασία με το 35ωρο (μοντέλο για το οποίο πανηγύριζαν, ως δήθεν απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό, οι δικές μας «προοδευτικές» δυνάμεις «της Αριστεράς και της Οικολογίας»),[39] αφορούσαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία θέσεις χαμηλόμισθης μερικής, ή βραχυχρόνιας, απασχόλησης, με ταυτόχρονη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό αυξάνεται συνεχώς.

 

Έτσι, ο άκρατος ανταγωνισμός, που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση και η συνακόλουθη ελαστικοποίηση της εργασίας, σημαίνει για τους περισσότερους πιο πολλή χαμηλόμισθη δουλειά (υπερωρίες, πολυθεσία κ.λπ.) και στρες. Σύμφωνα με σχετική μελέτη, τα τελευταία 20 χρόνια, παρά τη μείωση των ωρών εργασίας, μειώνεται συγχρόνως και ο χρόνος ανάπαυσης: στις ΗΠΑ κατά 140 ώρες το χρόνο και στη Βρετανία κατά 7 ώρες την εβδομάδα.[40] Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι η Έκθεση του ILO (ΟΗΕ) για το 2000 διαπίστωσε ότι το στρες έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, εξαιτίας της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας, η οποία, με την ευκολία των απολύσεων και τα βραχυχρόνια συμβόλαια που έχει εισαγάγει, ενίσχυσε δραστικά τις απαιτήσεις των εργοδοτών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα, αλλά και την ανασφάλεια των εργαζομένων.

 

Όσον αφορά στην Ελλάδα ειδικότερα, η ανεργια διπλασιάστηκε από το 1984 μέχρι το 1997 (από 3,6% σε 7%) και αυτό, παρά το γεγονός ότι το εργατικό κόστος μειωνόταν δραστικά όλη τη δεκαετία του 1990,[41] ενώ τα κέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις πολλαπλασιάζονταν. Η αιτία δεν ήταν, βέβαια, οι μετανάστες, όπως άμεσα ή έμμεσα διακηρύσσουν οι ελίτ και η Πατριωτική «Αριστερά» καλλιεργώντας τη ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Οι μετανάστες καταλάμβαναν ανειδίκευτες θέσεις εργασίας και βασικά ανταγωνίζονταν τους δικούς μας απόφοιτους του δημοτικού, όπου όμως η ανεργία μειωνόταν ενώ, αντίθετα, φούντωνε στους απόφοιτους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.[42] Δηλαδή, οι μετανάστες ουσιαστικά έπαιζαν τον ρόλο της φτηνής αύξησης της παραγωγής (και της παραγωγικότητας) και της παράλληλης —σωτήριας για τους εργοδότες— συμπίεσης των μισθών.

 

Τα «διαρθρωτικά» επομένως αίτια της ανεργίας δεν είχαν να κάνουν με τους δήθεν υψηλούς μισθούς αλλά, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, με τη χρόνια έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων και το παράλληλο στέρεμα των παραδοσιακών πηγών συγκάλυψης της ανεργίας, δηλαδή της μετανάστευσης και της επέκτασης του δημοσίου τομέα. Έτσι, οι σοσιαλφιλελεύθεροι, στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που παίρνουν ως δεδομένο, δεν είχαν παρά να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ευρωπαίων συναδέλφων τους, δηλαδή να συγκαλύψουν την ανεργία με την επέκταση της μερικής απασχόλησης (που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλή αφού φτάνει μόνο το 6%, έναντι 17% στην ΕΕ)[43] και γενικότερα των μορφών «ελαστικής» απασχόλησης. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν ότι, με τη βοήθεια του πρόσκαιρου «μπουμ» από την Ολυμπιάδα και τα έργα υποδομής που χρηματοδοτούσε η ΕΕ, υπήρξε μεν μια παροδική μείωση της ανεργίας αυτή τη δεκαετία, η οποία όμως ξαναφούντωσε με το σκάσιμο της «φούσκας» και την ουσιαστική χρεοκοπία, ενώ παράλληλα ανθίζει ακόμη περισσότερο η φτώχια (στην οποία ήδη είναι καταδικασμένο το 20% του λαού) και η ανισότητα, και εντατικοποιείται παραπέρα η εργασία και η ανασφάλεια.

 

Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι μια από τις πρώτες δουλειές της κοινοβουλευτικής Χούντας και της τρόικας ήταν να ελαστικοποιήσει ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις, με σχετικό νομοσχέδιο που ετοιμάζει τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, με στόχο την υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών[44] κ.λπ. Ήδη, άλλωστε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η πρώτη «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε ανακοινώσει την έναρξη ενός κοινωνικού διαλόγου για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, όπου οι παράμετροι των «λύσεων» είχαν ήδη αυστηρά προκαθοριστεί. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα κοινωνικό διάλογο-μαϊμού όπου επιχειρείτο, οι προσκείμενες στα «εκσυγχρονιστικά» κόμματα εξουσίας συνδικαλιστικές ηγεσίες να περάσουν στη βάση τους, όσο πιο ανώδυνα γινόταν, τις λύσεις που είχαν προκαθορίσει οι τάσεις στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Τάσεις, οι οποίες, χάρις στην συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έφθαναν γρήγορα και στον εκάστοτε παριστάνοντα τον πρωθυπουργό της χώρας.

 

Φυσικά, τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα, ενώ μιλούσαν για «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, δεν έπαυαν να χρησιμοποιούν και τις φασιστικές επιστρατεύσεις των εργαζομένων, με βάση νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν κληρονομήσει από προηγούμενα ολοκληρωτικά ή ημι-ολοκληρωτικά καθεστώτα. Έτσι, ο ελληνικός σοσιαλ/νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος υποτίθεται στοχεύει στην απελευθέρωση του ατόμου από το κράτος, εφαρμόζεται μέσα από την πιο ακραία μορφή κρατικής εξουσίας: τον στρατιωτικό νόμο! Όμως, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο ούτε και περίεργο στη χώρα μας, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως.

 

Δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο, διότι η επιστράτευση εργαζομένων έχει εφαρμοσθεί περίπου 20 φορές τα τελευταία 30 χρόνια στη χώρα μας από όλα τα κόμματα εξουσίας για την καταστολή απεργιακών κινητοποιήσεων,[45] ενώ πολλαπλάσιες φορές χρησιμοποιήθηκε απλώς ως «απειλή» για να εξαναγκαστούν οι εργαζόμενοι να λύσουν απεργίες, όταν τα μέσα που συνήθως χρησιμοποιούν οι ελίτ για το σπάσιμο μιας απεργίας είχαν αποτύχει. Δηλαδή, η χρησιμοποίηση των κομματικοποιημένων —από τα κόμματα εξουσίας— εργατικών ηγεσιών, η χρησιμοποίηση απεργοσπαστικών μηχανισμών ή οικονομικών κυρώσεων από τους εργοδότες, η χρησιμοποίηση του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, η υποδαύλιση άλλων κοινωνικών στρωμάτων που θίγονται από τις συνέπειες της απεργίας, ή τέλος η χρησιμοποίηση των δικαστηρίων για να κηρύξουν την απεργία «παράνομη και καταχρηστική».

 

Και δεν είναι περίεργο φαινόμενο, όπως δεν ήταν ποτέ και οι δικτατορίες στις χώρες της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας (Λατινική Αμερική, Νοτιοανατολική Ευρώπη κ.λπ.), σε αντίθεση με τα κέντρα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών όπου παρόμοια φαινόμενα εξαφανίστηκαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι φανερό ότι, όπου οι συνήθεις μηχανισμοί ελέγχου (δυνάμεις της αγοράς, αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, απεργοσπαστικοί και συνήθεις κατασταλτικοί μηχανισμοί, ΜΜΕ κ.λπ.) δεν είναι από μόνοι τους ικανοί να ελέγχουν τους πληθυσμούς, με βάση τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ελίτ, τότε, αναπόφευκτα θα χρησιμοποιηθούν άλλοι μηχανισμοί ελέγχου. Έστω και αν αυτοί παραβιάζουν κατάφωρα, όπως στην περίπτωση της επιστράτευσης, μια σειρά διεθνείς συμβάσεις εργασίας που έχει υπογράψει η χώρα, οι οποίες απαγορεύουν την αναγκαστική εργασία —πράγμα για το οποίο η Ελλάδα έχει εγγραφεί στο παρελθόν στη «μαύρη λίστα» της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας— αν όχι και το ίδιο το Σύνταγμα. Γι' αυτό και σε ανάλογες περιπτώσεις στα μητροπολιτικά κέντρα, π.χ. στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στην Βρετανία τη δεκαετία του ’80, όταν η Θατσερικη εξουσία προσπαθούσε να συντρίψει το εργατικό κίνημα, που ήταν προϋπόθεση για την νεοφιλελεύθερη συναίνεση που επακολούθησε, δεν ήταν νοητή η επιστράτευση των απεργών. Απλώς χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό οι συνήθεις μηχανισμοί έλεγχου που ανέφερα, οι οποίοι, τελικά, ήταν και επαρκείς για την πραγμάτωση των επιδιώξεων των ελίτ.

 

Η αιτιολόγηση των πολιτικών επιστρατεύσεων από τις ελίτ είναι πάντα ίδια και αναφέρεται στη προστασία του «κοινωνικού συνόλου», το οποίο απειλείται «από τη σοβαρή διαταραχή της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας», ή από τους «κινδύνους στην υγεία» που δημιουργεί η απεργία. Αν όμως προσπεράσουμε τους κινδύνους στην υγεία, για τους οποίους συνήθως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι παίρνουν μέτρα αντιμετώπισής τους, πέρα από τα αντίστοιχα πελώρια μέσα που διαθέτει ο κρατικός μηχανισμός, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια απεργία πράγματι μπορεί να επιφέρει διαταραχή της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, αφού αυτός ακριβώς είναι ο στόχος της! Η απεργία, δηλαδή η άρνηση εργασίας, που κατακτήθηκε μετά από μακρόχρονους και αιματηρούς αγώνες από τους εργαζομένους, είναι το μόνο αποτελεσματικό μέσο στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς για την βελτίωση, ή έστω την αποτροπή της χειροτέρευσης (όπως σήμερα, με τους χιλιάδες ανέργους ναυτεργάτες), της θέσης κάποιου που δεν έχει την ίδια οικονομική και πολιτική δύναμη με αυτόν που του δίνει τη δυνατότητα εργασίας. Από την άλλη μεριά, το κοινωνικό σύνολο δεν είναι, βέβαια, κάτι το ομοιογενές, αλλά αποτελείται από κοινωνικές ομάδες που ανάλογα με τη θέση τους στην κοινωνική πυραμίδα, η οποία εξαρτάται από την πολιτική ή οικονομική εξουσία που διαθέτουν, μετέχουν στην άσκησή της. Είναι, επομένως, φανερό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που απαρτίζουν το κοινωνικό σύνολο, ουσιαστικά, δεν μετέχει στην άσκηση εξουσίας, διότι κατέχει ασήμαντη ή μηδαμινή εξουσία. Γι’ αυτό και είναι αντιφατικό να στρέφονται π.χ. οι μικροαγρότες ή οι φορτηγατζήδες κατά των ναυτεργατών, ή, αντίστοιχα χθες, οι οδηγοί ΙΧ (που μπορεί να είναι και ναυτεργάτες, τραπεζοϋπάλληλοι κ.λπ.) κατά των μικροαγροτών που κλείνουν τους δρόμους. Και είναι αντιφατικό, διότι αύριο θα  βρεθούν στην ίδια ακριβώς θέση με αυτούς εναντίον των οποίων στρέφονται σήμερα —όπως ήδη συνέβη με τους φορτηγατζήδες τους οποίους κυριολεκτικά συνέτριψε οικονομικά η Χούντα μαζί με την τρόικα, δήθεν για να ανοίξει ένα κλειστό επάγγελμα, αλλά στην πραγματικότητα για να απελευθερώσει την αγορά των μεταφορών και να την παραδώσει στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, όπως απαιτούσε η ΕΕ. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι πάντοτε οι ελίτ στήριζαν την εξουσία τους πάνω σε έθνη ή κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό των χωρών τους, με βάση την ιστορικά δοκιμασμένη αρχή του «διαίρει και βασίλευε».

 

Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, η ανάγκη για το δικαίωμα απεργίας, όπως και για κάθε «δικαίωμα», ανακύπτει μόνο όπου η κοινωνία είναι διαχωρισμένη από την πολιτεία και την οικονομία, όπου δηλαδή κάποιες ελίτ παίρνουν αποφάσεις για λογαριασμό των υπολοίπων. Μόνο σε μια πραγματική δημοκρατία, όπου κοινωνία, πολιτεία και οικονομία είναι ένα ενιαίο σύνολο, και η πολιτική και οικονομική εξουσία ισοκατανέμεται μεταξύ των πολιτών, είναι αδιανόητη η απεργία, εφόσον οι εργαζόμενοι μετέχουν οι ίδιοι στις αποφάσεις που τους αφορούν.

 

Όταν, όμως, το 1998 έγραφα τα παρακάτω[46] δεν ήξερα, βέβαια, ότι απλά θα χρειαζόταν η αλλαγή κάποιων λέξεων εδώ και εκεί για να επαναλάβω αυτούσιο το συμπέρασμα, που είχα συνάγει τότε, για τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα της Κοινοβουλευτικής Χούντας και της Τρόικας:

To ερώτημα «Ποιος κυβερνά τον τόπο;», που χρησιμοποίησε η Θάτσερ για να συντρίψει την απεργία των ανθρακωρύχων και συνακόλουθα ολόκληρο το Βρετανικό εργατικό κίνημα, γίνεται σήμερα στη χώρα μας σημαία και των αδίστακτων διαχειριστών της εξουσίας, οι οποίοι παριστάνουν τους «σοσιαλιστές» για να γεύονται τα αγαθά της εξουσίας σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού που υφίσταται τις συνέπειες του «εκσυγχρονισμού» τους. Διότι βέβαια οι αγρότες και εργάτες χθες και οι τραπεζοϋπάλληλοι και αδιόριστοι εκπαιδευτικοί σήμερα απλώς υποστηρίζουν το δικαίωμα στην εργασία που οι βολεμένοι «εκσυγχρονιστές» αρνούνται με τη χρήση της κρατικής βίας. Φυσικά, οι «εκσυγχρονιστές», από τη μεριά τους, έχουν δίκιο ότι στην οικονομία της αγοράς το να δαπανήσει κάποιος/α χρόνο, κόπο και τις οικονομίες του/της για να μπορέσει να σπουδάσει δεν σημαίνει ότι αποκτά και δικαίωμα εργασίας. Όχι βέβαια διότι δεν είναι ικανός/ή, εφόσον η ικανότητα έχει ήδη, κατά τεκμήριο, κριθεί από το πτυχίο, αλλά διότι απλώς δεν υπάρχουν θέσεις για όλους. Και δεν υπάρχουν θέσεις για όλους, όχι γιατί είναι θέλημα Θεού, όπως θα έλεγαν ίσως κάποιοι νεο-ορθόδοξοι, ούτε γιατί αυτό δήθεν επιβάλλει η τεχνολογική εξέλιξη, όπως διακηρύσσουν κάποιοι «αριστεροί διανοούμενοι» του Συνασπισμού που κάνουν τους εικονοκλάστες! Απλώς δεν υπάρχει εργασία για όλους διότι η οικονομία της αγοράς είναι ένα σύστημα που μόνο σπάνια εξασφαλίζει κάτι που πλησιάζει την πλήρη απασχόληση, όπως έχει δείξει τόσο η οικονομική θεωρία (ακόμη και η ορθόδοξη Κεϊνσιανή), όσο και η ιστορική εμπειρία...Σήμερα, όμως, που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς επιβάλλει τη δραστική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, αλλά και σημαντικών τμημάτων του τομέα των υπηρεσιών γενικότερα, ήλθε ο καιρός για την δημιουργία στρατιών από άνεργους με …πτυχίο. Και αυτό, διότι, παρά τα φληναφήματα των «εκσυγχρονιστών», το πρόβλημα της ανεργίας δεν λύνεται με βάση τις νεοφιλελεύθερες συνταγές βελτίωσης του «ανθρώπινου κεφαλαίου», μέσω της εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης κ.λπ. Οι συνταγές αυτές όπου εφαρμόστηκαν απλώς οδήγησαν στην αλλαγή της σύνθεσης των άνεργων: από άνεργους, βασικά ανειδίκευτους και χαμηλής μόρφωσης, σε άνεργους με πατέντες.

Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, οι άνεργοι με πτυχίο αυξάνονται ραγδαία. Μέσα στην πενταετία 1990-1995 και μόνο, οι άνεργοι αυτοί αυξήθηκαν από 55.000 σε περίπου 90.000 άτομα, με αποτέλεσμα το 1995 οι άνεργοι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ/ΤΕΙ ή μεταπτυχιακού τίτλου να φθάσουν το 21,8% του συνόλου των ανέργων[47]. Λίγο, πριν να σκάσει η αναπτυξιακή «φούσκα», η Ελλάδα είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανέργων πτυχιούχων στην Ευρωζώνη (21,8%) έναντι 10,6% στη Γερμανία!)[48] Ήδη με το σκάσιμο της «φούσκας» η ανεργία γενικά, και αυτή των πτυχιούχων ειδικότερα, αυξάνει αλματωδώς και αναμένεται σύντομα μεγάλη «έξοδος» πτυχιούχων προς άλλες Ευρωπαϊκές κυρίως χώρες. Αλλά, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η ασφαλιστική κάλυψη της ανεργίας είναι υποτυπώδης και η οικογένεια έπαυσε πια να παίζει τον ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας, μπορεί κανείς να φανταστεί τα δράματα που κρύβουν τα στατιστικά στοιχεία. Ιδιαίτερα, όταν η Ελλάδα παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό ασφαλιστικής κάλυψης των ανέργων από όλες τις χώρες της ΕΕ. Έτσι, το σύνολο των κοινωνικών επιδομάτων σε μια οικογένεια με ένα παιδί αναπληρώνουν μόνο το 35% του μέσου εργατικού μισθού στην Ελλάδα έναντι μέσου όρου 62% στην ΕΕ[49].

Για όλους αυτούς όμως που δεν έχουν επιλογή, η Κοινοβουλευτική Χούντα και η Τρόικα ήδη οικοδόμησαν το μέλλον τους: είτε γκαρσόνια και θαλαμηπόλοι, στους τόπους αναψυχής για τα προνομιούχα Ευρωπαϊκά στρώματα και τους μεγιστάνες από όλο την κόσμο στα Λας Βεγκας κ.λπ. που θα δημιουργήσουν οι σεΐχηδες, είτε «Κινεζοποιημένοι» εργάτες, στις επενδύσεις που δημιουργεί ένας από τους πιο άγριους καπιταλισμούς, ο Κινεζικός «κομουνισμός», είτε άνεργοι και υποαπασχολούμενοι, τους οποίους ακριβώς στοχεύει η σημερινή ενίσχυση του οπλοστασίου των ελίτ μας, με νέους εργασιακούς νόμους, αλλά και παραπέρα «αντιτρομοκρατικές» ρυθμίσεις που περνούν εν κρυπτώ, με στόχο την μετατροπή σε «τρομοκράτες» όποιους θα συνέχιζαν να αντιστέκονται, όπως ακριβώς έκανε και ο δάσκαλος της Κοινοβουλευτικής Χούντας, η υπερεθνική ελίτ, μετατρέποντας σε τρομοκράτες κάθε αντιστεκόμενο λαό και προχωρώντας στην συνέχεια στη συστηματική προσπάθεια καταστροφής τους (Αφγανοί, Ιρακινοί, Παλαιστίνιοι κ.λπ.)...

3. H Κοινοτική επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση

Όπως ανέφερα και σε προηγούμενα κεφάλαια, οι διεθνείς οργασμοί (ΟΟΣΑ κ.λπ.) και φυσικά και η ΕΕ είχαν πάντα στο στόχαστρο το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης τόσο στη χώρα μας, όσο και στις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ /ΟΝΕ, όπως δείχνει η σημερινή συντονισμένη επίθεση στην Ισπανία, την Ιταλία, την Γαλλία κ.λπ. Και η επίθεση, βέβαια, κατά του Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, απλώς ολοκληρώθηκε τώρα, με την ευκαιρία της ουσιαστικής χρεοκοπίας μας, από την τρόικα και την πιο υποτελή κυβέρνηση (και έχει γνωρίσει πολλές η Ελλάδα!) στη μεταπολεμική περίοδο: τη χούντα του «Γιωργάκη». Σε όλη την παρούσα δεκαετία έγιναν επανειλημμένες απόπειρες από κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας να επιβάλλουν, ουσιαστικά ομοιόμορφες, «μεταρρυθμίσεις» σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίες έχουν ήδη καθιερωθεί ή είναι στο στάδιο θεσμοθέτησης σε όλες τις χώρες της ΕΕ.

Για να καταλάβουμε όμως τον πραγματικό στόχο των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων που επιδιώκουν οι ελίτ στην Ελλάδα και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τα κίνητρά τους, τα οποία προφανώς δεν έχουν καμιά σχέση με «αντικειμενική» επιστημονική έρευνα. Με άλλα λόγια, οι εκθέσεις τους δεν είναι καν «επιστημονικές» όπως ευφημιστικά αποκαλούνται. Απλώς προτείνουν λύσεις σε βασικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, όπως αυτά της κοινωνικής ασφάλισης, της φορολογίας, κ.λπ., με βάση ορισμένα κριτήρια, στόχους και δεδομένες παραμέτρους. Ο τρόπος που ορίζονται οι στόχοι και τα κριτήρια αυτά δεν εκφράζει κάποια επιστημονική γνώση, αλλά συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων. Όταν, για παράδειγμα, οι εκθέσεις αυτές μιλούν για μέτρα που έχουν στόχο την βελτίωση της αποδοτικότητας της «οικονομίας», αυτό που εννοούν είναι μέτρα που βελτιώνουν την αποδοτικότητα αυτών που ελέγχουν την οικονομία, δηλαδή της οικονομικής ελίτ και των επενδύσεών της. Τελείως διαφορετικά θα ήταν τα μέτρα για την βελτίωση της αποδοτικότητας της οικονομίας, αν αυτή ελεγχόταν πραγματικά από το σύνολο των πολιτών. Διότι, τότε, η αποδοτικότητα της οικονομίας θα οριζόταν με βάση το κριτήριο κατά πόσον καλύπτονται, κατ' αρχήν, οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, και όχι απλώς, όπως σήμερα, οι ανάγκες εκείνων των πολιτών που το πορτοφόλι τους επιτρέπει την κάλυψη τόσο των βασικών όσο και πολλών μη βασικών αναγκών τους. Οι ίδιοι, δηλαδή, ακριβώς τεχνοκράτες θα έδιναν διαμετρικά αντίθετες λύσεις στα ίδια προβλήματα, εάν τα κριτήρια και οι στόχοι τους ορίζονταν διαφορετικά, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια με παράδειγμα το ασφαλιστικό.

Ποιες είναι όμως οι παράμετροι που θεωρούνται δεδομένες από τις «επιστημονικές» αυτές εκθέσεις; Κατ' αρχήν, αυτές οι παράμετροι δεν αφορούν μόνο το γενικό κοινό χαρακτηριστικό κάθε ορθόδοξης ανάλυσης, δηλ. ότι παίρνουν δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Σήμερα οι παράμετροι αυτές είναι πιο εξειδικευμένες και παίρνουν δεδομένη, αφενός την συγκεκριμένη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, με τις ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, και αφετέρου την ανάγκη ελαχιστοποίησης οποιωνδήποτε κοινωνικών ελέγχων πάνω σε αυτές, που θα στόχευαν αποτελεσματικά (και όχι για διακόσμηση!) στην προστασία της εργασίας και της Φύσης από τις δυνάμεις της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι οποιεσδήποτε «λύσεις» προτείνουν στα σημερινά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα οι «επιστημονικές» αυτές μελέτες θα πρέπει να ευνοούν την «ελαστικοποίηση» της εργασίας, την μεγίστη δυνατή «αγοραιοποίηση» σε όλους τους τομείς (συμπεριλαμβανομένων και των κρίσιμων τομέων κάλυψης βασικών αναγκών, όπως η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση κ.λπ.), την ελαχιστοποίηση της φορολογίας του εισοδήματος της οικονομικής ελίτ (η οποία σε ένα προοδευτικό σύστημα φορολογίας σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος για την κάλυψη των κοινωνικών δαπανών), το συνακόλουθο πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους και την αντικατάστασή του με ένα «δίκτυο ασφαλείας» που ουσιαστικά θεσμοποιεί την φτώχεια. Όλα αυτά, διότι καμιά οικονομία (διάβαζε οικονομική ελίτ) δεν μπορεί να είναι πια ανταγωνιστική στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς εάν δεν ελαχιστοποιεί το άμεσο και έμμεσο κόστος παραγωγής. Όμως, οι φόροι πάνω στο εισόδημα της ελίτ και οι εισφορές της στην κοινωνική ασφάλιση επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής. Κατά συνέπεια, οι φόροι και εισφορές αυτές πρέπει να ελαχιστοποιηθούν.

Η βασική παράμετρος παρόμοιων εκθέσεων που προτείνονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ,[50] που εκφράζουν τις απόψεις της υπερεθνικής ελίτ, δεν είναι η υποτιθέμενη δημογραφική βόμβα, η οποία οδηγεί σε «σύγκρουση γενεών» και άλλα παραμύθια. Οι βασικές παράμετροι που επιβάλλονται από την σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι η «ελαστική» αγορά εργασίας και η ανάγκη ελαχιστοποίησης της φορολογίας πάνω στην ελίτ. Έτσι, η μεν ελαστική αγορά εργασίας σημαίνει σημαντική ανεργία και υποαπασχόληση (μερική απασχόληση, περιστασιακή απασχόληση κ.λπ.) που αναγκαστικά μειώνει τα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (εκτός εάν, ακολουθώντας τις νεο-Μαλθουσιανές εκτιμήσεις των «ειδικών» μειώσουμε περισσότερο την γεννητικότητα μας και αυξήσουμε τη θνησιμότητα μας!), η δε ανάγκη ελαχιστοποίησης της φορολογίας της ελίτ εκφράζεται με το άλλο «αντικειμενικό» συμπέρασμα παρόμοιων εκθέσεων, ότι δήθεν φθάσαμε στα όρια της απόδοσης των φόρων, δηλ. στην εξάντληση της φορολογικής ικανότητας. Και αυτό, τη στιγμή που η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με σχετικά χαμηλότερα φορολογικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος σε σχέση με τις 24 χώρες του ΟΟΣΑ .

Όμως, αυτό δεν οφείλεται μόνο, όπως συνήθως υποστηρίζεται, στην γνωστή παράνομη φοροδιαφυγή, αλλά και στην καθ’ όλα νόμιμη φορο-απαλλαγή της οικονομικής ελίτ. Έτσι, ενώ η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν την χειρότερη κατανομή εισοδήματος στην ΕΕ, οι χώρες αυτές διαθέτουν επίσης και ένα πολύ χαμηλό (σχετικά με τις τεράστιες ανισότητές τους) συντελεστή για την φορολόγηση των εισοδημάτων της ελίτ, ο οποίος μόλις φθάνει το 40%. Και αυτό, τη στιγμή που ο αντίστοιχος συντελεστής στην ΕΕ, και σε χώρες μάλιστα με καλύτερη κατανομή εισοδήματος και λιγότερη φτώχια (όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Ολλανδία και η Σουηδία) —ακόμη και σήμερα— κυμαίνεται μεταξύ 50% και 60%.[51]

Παρόλα αυτά, και όταν, μεταξύ 30 χωρών που χαρακτηρίζονται από τον ΟΗΕ «υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης», η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση, όσον αφορά στις δημόσιες δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση και ευημερία,[52] και όταν, μεταξύ των 15 χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα πάλι κατέχει την τελευταία θέση, όσον αφορά στο ποσοστό των δαπανών για την κοινωνική προστασία στο ΑΕΠ[53] και, τέλος, όταν οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη (πολύ χαμηλότερες του μέσου όρου στην ΕΕ,[54] πράγμα που καταδικάζει το 46% των συνταξιούχων στη χώρα μας να ζει κάτω από τη γραμμή της φτώχιας (έναντι 27% στην ΕΕ), οι «επιστημονικές» εκθέσεις πρότειναν (και η τρόικα με τη Χούντα εφάρμοσαν!) άμεσες ή έμμεσες μειώσεις συντάξεων! Και σαν να μην έφθανε αυτό, τη στιγμή που οι συνεισφορές των εργαζομένων στη κοινωνική ασφάλιση είναι πολύ υψηλότερες στην Ελλάδα σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές (15% στην Ελλάδα έναντι μέσου όρου 11% στην ΕΕ)[55] οι «επιστημονικές» εκθέσεις πρότειναν και αυξήσεις ασφαλιστικών εισφορών.

Στην Ελλάδα, όμως, με δεδομένο τον πελατειακό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ είχαν δημιουργήσει διάφορες «ιδιομορφίες» στο ασφαλιστικό σύστημα που, όχι μόνο του έδιναν ένα τερατώδη χαρακτήρα, αλλά και οδήγησαν στα τωρινά τεράστια ελλείμματα, τα οποία όμως οι ίδιες ελίτ επικαλούνται για να περάσουν τις γενικότερες κατευθύνσεις που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση!

Η πρώτη «ιδιομορφία» ήταν ότι τις εισφορές τις πλήρωναν βασικά οι εργαζόμενοι, αφού κράτος και εργοδότες αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους, αναπόφευκτα δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα στα ταμεία. Φυσικά, όταν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ μιλούν για το ασφαλιστικό «πρόβλημα», συνήθως προσπερνούν τη δική τους αποφασιστική συμβολή σε αυτό και τονίζουν, αντίθετα, τον γνωστό δημογραφικό «μπαμπούλα» της «γήρανσης ταυ πληθυσμού». Δηλαδή, την μείωση της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους, η οποία υποτίθεται αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στο ασφαλιστικό σύστημα, λόγω της μείωσης των εσόδων του σε σχέση με τα έξοδα (τις συντάξεις). Το επιχείρημα, όμως, αυτό είναι άλλο ένα μύθευμα των ελίτ, εφόσον παίρνει δεδομένους παράγοντες που μειώνουν τα έσοδα, όπως η σημερινή μαζική αύξηση της ανεργίας και υποαπασχόλησης που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είτε, αντίστοιχα, αγνοεί παράγοντες που αυξάνουν τα έσοδα, όπως η μετανάστευση (που δεν λαμβάνεται υπόψη στους σχετικούς υπολογισμούς), η αύξηση της παραγωγικότητας κ.λπ. Ακόμη, οι φωστήρες των ελίτ που επικαλούνται τον δημογραφικό παράγοντα δεν μας εξηγούν γιατί άραγε αυτός δεν λειτουργεί και στην περίπτωση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος που υποστηρίζουν; Μήπως γιατί στη περίπτωση αυτή παίρνουν δεδομένο ότι μόνον όσοι θα μπορούν να πληρώνουν τα υπέρογκα ασφάλιστρα των εταιρειών θα μπορούν να απολαμβάνουν μια επαρκή σύνταξη, ενώ οι υπόλοιποι θα παραπέμπονται σε κάποια ελάχιστη σύνταξη επιβίωσης;

Η δεύτερη «ιδιομορφία» ήταν ο κατακερματισμός των ασφαλιστικών ταμείων, ο οποίος πράγματι είχε συνέπεια την απώλεια σημαντικών οικονομιών κλίμακας, πέρα από τις τεράστιες διακρίσεις στις οποίες είχε οδηγήσει με την δημιουργία συνταξιούχων διαφόρων ταχυτήτων ―και τους επαγγελματίες πολιτικούς στην Βουλή να βρίσκονται επικεφαλής των πατρικίων, έχοντας οι ίδιοι φροντίσει να θεσπίσουν επιπρόσθετο δικαίωμα συνταξιοδότησης ακόμη και για ένα φεγγάρι θητείας ! Όμως, το πρόβλημα δεν ήταν να «νοικοκυρέψουμε» το ασφαλιστικό σύστημα, όπως πρότειναν μερικοί συνδικαλιστές. Οποιαδήποτε βελτίωση στη διαχείριση ―και σίγουρα υπήρχαν πολλές αναγκαίες βελτιώσεις, δεν επρόκειτο να λύσει μακροπρόθεσμα το πρόβλημα, όπως δεν το έλυσαν πραγματικά τα αντίστοιχα πειράματα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και όταν το σύστημά τους δεν το λυμαίνεται αντίστοιχη φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή (αν όχι καθαρή κλοπή), άρνηση ασφάλισης κ.λπ., όπως αυτή που χαρακτηρίζει τη χώρα μας. Ούτε, βέβαια, το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί με παραπέρα ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, όπως πρότειναν σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές και οικονομολόγοι οι οποίοι, μη θέλοντας να θίξουν το επώδυνο πρόβλημα της διανομής της πίτας, μιλούν για το μεγάλωμά της. Στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν είναι πια δυνατή η πλήρης απασχόληση που επικρατούσε στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, ενώ οι μορφές μερικής και περιστασιακής απασχόλησης που σήμερα ανθίζουν (και συγκαλύπτουν την ανεργία) σίγουρα δεν είναι επαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης ενός ασφαλιστικού συστήματος που θα κάλυπτε πραγματικά τις ανάγκες των πολιτών.

Αλλά εδώ θα πρέπει να αναχθούμε στην γενικότερη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που εισήγαγε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς το τελευταίο περίπου τέταρτο του περασμένου αιώνα. Όπως προσπάθησα να δείξω στα προηγούμενα κεφαλαία, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στοχεύουν στη δραστική συρρίκνωση του οικονομικού ρόλου του κράτους γενικά, και του κράτους-πρόνοιας ειδικότερα, δεν αποτελούν επιλογή στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (π.χ. Μπουρντιε, Τσόμσκι κ.λπ.). Όταν μια οικονομία είναι τόσο ανοικτή στις κινήσεις κεφαλαίου και εμπορευμάτων, όσο είναι οι σημερινές οικονομίες της αγοράς, η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητάς της δεν αποτελεί θέμα επιλογής, αλλά θέμα επιβίωσής της μέσα στον άκρατο διεθνή ανταγωνισμό. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την κάθε χώρα χωριστά, αλλά και για τα οικονομικά μπλοκ όπως η ΕΕ και η NAFTA. Το υποτιθέμενο «κοινωνικό μοντέλο» που δήθεν προωθεί η Ευρωπαϊκή ελίτ δεν αποτελεί εναλλακτικό μοντέλο στο Αμερικανικό, αλλά απλώς παραλλαγή του με ανθρώπινο προσωπείο. Και αυτό, διότι (στο πλαίσιο των ανοικτών οικονομιών) το είδος κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζει μια χώρα ή ένα μπλοκ αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή —με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα— των διαφόρων πολιτικών.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι να βρούμε ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα για τη σημερινή κοινωνία. Ιδέες μπορεί να υπάρξουν πολλές. Είναι φανερό ότι το κατά πόσο ένα ασφαλιστικό σύστημα είναι εφικτό εξαρτάται καθοριστικά από τους τρόπους χρηματοδότησής του. Οι εισφορές των εργαζομένων και αυτές των εργοδοτών δεν θα μπορούσαν ποτέ, από μόνες τους, να χρηματοδοτήσουν δίκαιο σύστημα, ιδιαίτερα αν πάρει κανείς υπόψη την ανεργία/μερική και περιστασιακή απασχόληση, που είναι μόνιμο στοιχείο της διεθνοποιημένης οικονομίας, αλλά και τις αναμενόμενες δημογραφικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και κανένα ασφαλιστικό σύστημα στην οικονομία της αγοράς δεν έχει καλύψει μέχρι σήμερα τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, στηριζόμενο αποκλειστικά στις εισφορές. Τότε έρχεται το κρίσιμο ερώτημα εάν το έλλειμμα θα καλυφθεί από τα δημόσια έσοδα, την ιδιωτική ασφάλιση, ή κάποιο συνδυασμό των δύο.

Στη περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, όταν η οικονομία της αγοράς δεν ήταν διεθνοποιημένη όπως σήμερα, το έλλειμμα καλυπτόταν βασικά από τα δημόσια έσοδα, μέσω της φορολόγησης κυρίως των ανωτέρων εισοδημάτων. Έτσι, ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της κάθε χώρας και της έκβασης του ταξικού αγώνα, προσδιοριζόταν στην κάθε περίπτωση ο βαθμός κάλυψης του ελλείμματος αυτού. Σήμερα όμως αυτή η λύση δεν είναι πια εφικτή, εφόσον εάν μια χώρα (η ακόμη και ένα μπλοκ) αποπειραθεί να φορολογήσει τα ανώτερα εισοδήματα και τα κέρδη κατά τρόπο σημαντικά επαχθέστερο από ό,τι οι ανταγωνίστριες χώρες (ή μπλοκ) θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητά της. Με απλά λόγια, θα μειωθούν τα «κίνητρα» των οικονομικών ελίτ για επενδύσεις στη χώρα αυτή και θα προκληθεί μια φυγή κεφαλαίου (κερδοσκοπικού στην αρχή και επενδυτικού στη συνέχεια) που θα έχει καταστροφικές συνέπειες στην αξία του νομίσματός της κ.λπ. Από την άλλη μεριά, η κάλυψη του ελλείμματος από τον ιδιωτικό τομέα, στην οποία καταφεύγουν σήμερα σε διαφορετικούς βαθμούς οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και προτείνει η δική μας οικονομική ελίτ, όχι μόνο δεν μπορεί, εξ ορισμού, να καλύψει τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών (ιδιαίτερα των ανέργων και των υποαπασχολούμενων), αλλά ούτε και αυτές των εργαζομένων, εφόσον το επίπεδο της σύνταξής τους δεν θα προσδιορίζεται από το ποιες είναι οι βασικές ανάγκες τους, αλλά από το εισόδημά τους και τη δυνατότητά τους να πληρώνουν επαρκή ασφάλιστρα για να καλύπτουν και τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιρειών. Και αυτό, βέβαια, πέρα από το γεγονός ότι το ύψος της σύνταξής τους, σε τελική ανάλυση, θα εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων, στα οποία οι εταιρείες επενδύουν τα ασφάλιστρά τους.

Η λύση όμως στο ασφαλιστικό πρόβλημα δεν είναι βέβαια η «εξίσωση προς τα κάτω» όλων των ασφαλισμένων, όπως φαίνεται να επιχειρεί η τρόικα και η Χούντα, αλλά η εξίσωση των συντάξεων όλων των πολιτών προς τα πάνω, την οποία μπορεί να εγγυηθεί μόνο ένα αποκλειστικά διανεμητικό σύστημα που λειτουργεί με βάση ένα δημόσιο ταμείο, χρηματοδοτούμενο κυρίως από το Κράτος και τους εργοδότες. Η κοινωνία θα μπορούσε τότε να αποφασίζει, π.χ. μέσα από ένα δημοψήφισμα, το ποσό μιας τιμαριθμικά προσαρμοζόμενης σύνταξης που εξασφαλίζει σχετικά άνετη διαβίωση (π.χ. €2.000) σε όλους τους συνταξιούχους, μετά από εργασία 30 περίπου χρόνων. Με βάση αυτά τα δεδομένα θα μπορούσε στη συνέχεια να υπολογιστεί το ποσό των απαιτουμένων εισφορών. Η σύνθεση των εισφορών αυτών σε ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα θα μπορούσε να είναι η εξης: ο ίδιος ο ασφαλισμένος θα μπορούσε να συμβάλλει με ένα χαμηλό ποσοστό  του εισοδήματός του (π.χ. 5%) και ο εργοδότης με ένα τουλάχιστον πενταπλάσιο ποσοστό. Η υπόλοιπη εισφορά θα έπρεπε να πληρωνόταν από το κράτος, που θα πλήρωνε επίσης τις εισφορές των ανέργων, ανίκανων προς εργασία κ.λπ. Η κρατική χρηματοδότηση του ταμείου θα μπορούσε να γίνει με βάση ένα ειδικό ασφαλιστικό φόρο, ο οποίος θα ήταν άμεσος και προοδευτικός πάνω στο εισόδημα και την περιουσία των φορολογουμένων και θα έπληττε κυρίως τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.

 

Είναι όμως εφικτό ένα παρόμοιο σύστημα στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και ιδιαίτερα μέσα στην ΕΕ; Η απάντηση είναι ένα καθαρό όχι. Και αυτό, διότι οι «μεταρρυθμίσεις» που επιχειρούν οι ελίτ έχουν τον εξής κοινό βασικό στόχο: τον περιορισμό του κοινωνικού ρόλου όσον αφορά στη κάλυψη των αναγκών των απομάχων της εργασίας και την αντίστοιχη μεγιστοποίηση του ρόλου του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ο στόχος αυτός έγινε επιτακτικός για τις ελίτ από τη στιγμή που, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, έπρεπε να μειωθεί δραστικά στη κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ το κράτος-πρόνοιας ―που χρηματοδοτείτο βασικά από την άμεση φορολογία σε βάρος κυρίως των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ σε σχέση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα κ.λπ., όπου το κράτος-πρόνοιας είναι υποτυπώδες και τα ασφαλιστικά συστήματα βασικά ιδιωτικά. Έτσι, το πολύ χαμηλό έμμεσο κόστος εργασίας που καθιερώνουν η χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και οι υποτυπώδεις εργοδοτικές εισφορές στις ανταγωνίστριες χώρες της ΕΕ, σε συνδυασμό με το οριακό άμεσο κόστος εργασίας που καθιερώνουν οι μισθοί επιβίωσης στα «οικονομικά θαύματα» της Κίνας, Ινδίας κ.λπ., κάνει επιτακτική την παραπέρα περικοπή του κράτους-πρόνοιας για τις ελίτ της ΕΕ.

 

Η μετάθεση του κόστους συντήρησης του ασφαλιστικού συστήματος από την κοινωνία συνολικά στους ίδιους τους εργαζομένους είναι βασικό μέσο για τον στόχο αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα αν συνδυάζεται με την δημιουργία νέων ευκαιριών για το ιδιωτικό κεφάλαιο, μέσω της «κεφαλαιοποίησης» των εισφορών των εργαζομένων. Παράλληλα, με βάση τον ίδιο στόχο, αφενός «πετσοκόμματος» του κράτους-πρόνοιας και αφετέρου αντικατάστασής του με κάποιο είδος «ασφαλιστικού δικτύου» και παράλληλης δημιουργίας νέων επενδυτικών ευκαιριών για το ιδιωτικό κεφάλαιο, επιβάλλεται παντού πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των τομέων που καλύπτουν βασικές ανάγκες των πολιτών (ηλεκτρικό, νερό, μεταφορές, επικοινωνίες κ.λπ.). Έτσι, στην Ελλάδα ήδη οι πολίτες γεύονται τα αγαθά της προετοιμασίας της ΔΕΗ για πλήρη ιδιωτικοποίηση και σύντομα θα γευτούν τα ανάλογα αγαθά από την παραπέρα ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και το ξεπούλημα της Ολυμπιακής. Η διαδικασία αυτή σε χώρες σαν την Βρετανία έχει ολοκληρωθεί και οι Βρετανοί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήδη πληρώνουν τις ιδιωτικοποιήσεις με μαζικές απολύσεις εργαζομένων, ακριβότερους λογαριασμούς νερού, γκαζιού, ηλεκτρικού, απλησίαστα ναύλα στα τρένα κ.λπ. Αντίστοιχα, όπου η τεχνολογία επιτρέπει μεγαλύτερη αυτοματοποίηση (π.χ. τηλεφωνία) και ο διεθνής ανταγωνισμός είναι οξύς (π.χ. αερογραμμές) οι μεν τιμές δεν αυξάνουν, αλλά οι υπηρεσίες χειροτερεύουν, πέρα βέβαια από τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων.

 

Σε αυτό το στάδιο, όμως, η τρόικα και η Χούντα επέβαλλαν κάτι πιο απλό, ώστε να επιτύχουν σημαντική μείωση των δημοσίων δαπανών με στόχο την ακόμη αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών: το δραστικό πετσόκομμα των συντάξεων και την παράλληλη αύξηση των ορίων ηλικίας σε επίπεδα ίδια ή χειρότερα με αυτά άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Δεν θα πρέπει όμως να εκπλαγεί κανείς αν δει στα προσεχή χρόνια να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης μέσω της καθιέρωσης αρχικά ενός μικτού ασφαλιστικού συστήματος (με σημαντικά στοιχεια «κεφαλαιοποίησης) και αργότερα ενός αμιγούς κεφαλαιοποιητικού συστήματος, κατά τα Αμερικανικά πρότυπα που τόσο θαυμάζει και ο «Αρχηγός της Χούντας»...

 

4. H ιδιωτικοποίηση της Παιδείας και η επίθεση στη Τοπική Αυτοδιοίκηση

 

Δύο άλλες «τομές» του «Γιωργάκη» και της Χούντας του έχουν σκοπό την πλήρη αγοραιοποίηση της παιδείας η μια, και την ουσιαστική κατάργηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μέσα από την υπέρ-συγκέντρωση εξουσίας του Νομου-τερατούργημα κατά της Τοπικής αυτοδιοίκησης με το όνομα «Καλλικράτης», η άλλη. Και οι δύο αυτές «τομές» πρέπει να ιδωθούν στα πλαίσια των «διαρθρωτικών αλλαγών» που επιβάλλουν οι ξένες ελίτ, μέσω της τρόικας, και οι ντόπιες ελίτ μέσα από την κοινοβουλευτική Χούντα.

 

Σύμφωνα με τον Νόμο-Πλαίσιο για την Παιδεία που παρουσίασε η Χούντα —με φανφάρες, σύμφωνα με τη χαρακτηριστική θρασύτητα κάθε δωσιλόγου— για το «νέο προοδευτικό» πανεπιστήμιο στη θέση του καθυστερημένου παλαιού κ.λπ., εισάγεται μια νέα «τομή» μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη στη Παιδεία που αλλάζει ριζικά το μεταπολιτευτικό πανεπιστήμιο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, όπως και με όλες τς άλλες «διαρθρωτικές αλλαγές», απλώς ολοκληρώνεται το έργο των αποπειρών για μεταρρύθμιση που προηγήθηκαν και απέτυχαν γιατί δεν συνοδεύονταν, όπως τώρα, από μια Ελληνική «9/11» (τη δήθεν «ξαφνική» βαριά κρίση).

 

Οι στόχοι των εκπαιδευτικών «μεταρρυθμίσεων» που αποπειράθηκαν να κάνουν και τα δύο κόμματα εξουσίας τα τελευταία 10 χρόνια, οι οποίες απέτυχαν χάρη στη σθεναρά αντίσταση του φοιτητικού κινήματος και αυτού των εκπαιδευτικών, ήταν όπως και στη περίπτωση του ασφαλιστικού, βασικά δύο: πρώτον, να αντιμετωπιστούν οι Ελληνικές ιδιαιτερότητες του Ελληνικού Πανεπιστημιακού συστήματος και δεύτερον, να «αγοραιοποιηθεί» η εκπαίδευση, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εισήγαγε στον Ευρωπαϊκό χώρο η ΕΕ, με την Διακήρυξη της Μπολόνια.

 

Όσον αφορά στον πρώτο στόχο, είναι προφανές ότι επιδιώκεται η κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για ανωτάτη παιδεία, ιδιαίτερα σε μια οικονομία υπηρεσιών, χωρίς όμως αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που διατίθεται για την παιδεία, το οποίο όμως είναι σχεδόν του μισό του αντίστοιχου σε άλλες χώρες της ΕΕ. Έτσι, όταν η Ελλάδα δαπανά 27% του κατά κεφαλή ΑΕΠ για κάθε φοιτητή στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, η Αυστρία δαπανά 48,5%, η Ολλανδία 40,6%, η Σουηδία 43,7%, η Φινλανδία 36,7% η Γαλλία 34%.[56]. Οι μηχανισμοί για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είχαν περιγραφεί εύγλωττα από τον ίδιο τον πρόεδρο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ) του Υπ. Παιδείας, ο οποίος, το 1996, έγραφε για ανάλογες σχετικές προτάσεις: «φόβοι επίσης εκφράζονται ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών που δεν θα φθάνουν ως το σημείο της απόκτησης του Eθν. Απολυτηρίου. Αποθαρρημένοι οι λιγότερο ικανοί από τις αλλεπάλληλες εξεταστικές διαδικασίες και από την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις της αυξημένης υποστήριξης από την παραπαιδεία, θα εγκαταλείπουν ίσως το λύκειο σε μεγαλύτερα ποσοστά από ό,τι συμβαίνει σήμερα»[57].

 

Έτσι, σύμφωνα με τον τεχνοκράτη αυτό, όσοι τυχαίνει να προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, θα μπορούσαν να φοιτούν στα καλά ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια και, αναπόφευκτα, θα αποδείχνονταν οι περισσότερο «ανθεκτικοί» στις εξεταστικές διαδικασίες. Αυτοί και θα καταλάμβαναν τις καλύτερες θέσεις στα Πανεπιστήμια, σε βάρος των υπολοίπων. Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση θα πετύχαινε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης, αλλά και μείωση της εκροής συναλλάγματος στο εξωτερικό, αφού οι φιλοδοξίες για ανώτερες σπουδές θα κόβονταν τώρα πολύ νωρίς. Ήδη (μετά την εισαγωγή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης), παρουσιάστηκε μια πολύ σημαντική αύξηση των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία. Συμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, ο συνολικός αριθμός των μαθητών που φοίτησαν σε ιδιωτικά σχολεία τη χρονιά 1998-99 ήταν 69.752, ενώ τη χρονιά 2000-2001 το συνολικό δυναμικό των ιδιωτικών σχολείων είχε φθάσει τους 100.000 μαθητές, δηλαδή μέσα σε δύο μόνο χρόνια αυξήθηκε η φοίτηση σε ιδιωτικά σχολεία κατά 43%.[58]

 

Οι απόπειρες όμως των κομμάτων εξουσίας για την αγοραιοποίηση των Πανεπιστημίων και παρόμοιες «μεταρρυθμίσεις» απέτυχαν, με αποκορύφωμα, την αποτυχία της ΝΔ να περάσει σχετική αναθεώρηση του Συντάγματος. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό των απατεώνων που αποτελούν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ότι, παρόλο που είχαν, βέβαια, από τότε υιοθετήσει την γραμμή της ΕΕ για την αγοραιοποίηση της εκπαίδευσης, έκαναν μια οπορτουνιστική μεταβολή 180 μοιρών και δεν υποστήριξαν την διαδικασία αναθεώρησης, κάτω από την λαϊκή πίεση και την πίεση της κομματικής τους νεολαίας. Όπως όμως έγραφα τότε[59]:

Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν πρόκειται καν για ματαίωση, αλλά γι’ απλή αναβολή, για την οποία μάλιστα την ευκαιρία πρόσφερε το «προοδευτικό» κομμάτι της πολιτικής ελίτ στην αντιπολίτευση. Οι σοσιαλφιλελεύθεροι του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο έχουν επίσης δεσμευθεί έναντι της υπερεθνικής ελίτ και του Ευρωπαϊκού τμήματός της για το άνοιγμα της παιδείας στην αγορά, αλλά και δεν έχουν άλλη επιλογή μέσα στο σύστημα των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών που επιβάλλει η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία την αγοράς, το οποίο θεωρούν δεδομένο.

Και έτσι ακριβώς συνέβη μόλις πήραν την εξουσία με την γνωστή εξαπάτηση του εκλογικού σώματος. Πολλές από τις «μεταρρυθμίσεις» της Χούντας αποβλέπουν ακριβώς σε αυτές τις ιδιαιτερότητες, με στόχο όμως να θολώσουν τον πραγματικό στόχο τους, ο οποίος είναι η αγοραιοποίηση του Πανεπιστημίου. Και αυτό, διότι δεν υπάρχει, βέβαια, αμφιβολία για την υποβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος γενικά, και των πανεπιστήμιων μας ειδικότερα σε σχέση με αυτά των χωρών του Βορρά. Η υποβάθμιση όμως αυτή δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό τους, αλλά άμεση συνέπεια του τρόπου «ανάπτυξης» της χώρας και του συνακόλουθου χρόνιου ελλείμματος στην χρηματοδότηση της Παιδείας και της έρευνας. Αναγκαία, επομένως, (όχι όμως και επαρκής) συνθήκη για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γενικά είναι η επαρκής χρηματοδότηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου τους που απαιτεί όμως την δραστική φορολόγηση (στη πράξη και όχι στη θεωρία) των ανωτέρων εισοδημάτων και των κερδών. Όμως, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, εφόσον θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο στις επενδύσεις, ντόπιες και ξένες. Η επαρκής συνθήκη αφορά το ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών. Οι «μεταρρυθμίσεις» όμως που προτείνονται όχι μόνο δεν ικανοποιούν την παραπάνω αναγκαία συνθήκη, αλλά και στοχεύουν επίσης (όπως και με τον Καλλικράτη), στην παραπέρα μείωση των κονδυλίων για την Παιδεία, με το πρόσχημα του εξορθολογισμού της (συγχώνευση τμημάτων, κλείσιμο Σχολών κ.λπ.) και πραγματικό σκοπό την μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος για να επιτευχθούν οι στόχοι του Μνημονίου! Αλλά δεν φθάνει μόνο αυτό. Οι ίδιες αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» πάλι συνδέονται με την αγοραιοποίηση του Πανεπιστημίου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο στόχο της αγοραιοποίησης των σπουδών, ήδη από το 2001, η Διακήρυξη της ΕΕ στην Μπολόνια προδιέγραφε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ανωτάτης Εκπαίδευσης που θα στόχευε στην αγοραιοποίησή του, μέσω της διασφάλισης:

  • της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής ανωτάτης εκπαίδευσης, και,

  • της αποτελεσματικής σύνδεσης της ανωτάτης εκπαίδευσης με τις ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη.

Η Διακήρυξη αυτή  αντιπροσωπεύει μια άμεση σύνδεση της παιδείας με τις ανάγκες της αγοράς, σε αντιδιαστολή με την αντίστοιχη έμμεση σύνδεσή της κατά την διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου. Με αυτή την έννοια, η διακήρυξη συνοψίζει το περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όσον αφορά στην παιδεία και την έρευνα και έχει καθοριστικές επιπτώσεις στο περιεχόμενο και, φυσικά, στην χρηματοδότησή τους. Έτσι, τώρα διακηρύσσεται ρητά ότι το πανεπιστήμιο είναι στην υπηρεσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ την ίδια στιγμή καθιερώνεται, μέσω άμεσων και έμμεσων μεθόδων, η χρηματοδότηση μόνο εκείνων των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας που εξυπηρετούν τις «ανάγκες της κοινωνίας» (εφ’ όσον ταυτίζονται με τις «ανάγκες της αγοράς»). Η γνώση, όπως και κάθε τι άλλο σε μια οικονομία/κοινωνία αγοράς, γίνεται εργαλείο πρωταρχικά στην υπηρεσία της οικονομίας της αγοράς και των ελίτ που την ελέγχουν, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, τις επιθυμίες εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων και, κατά συνέπεια, τις «καθαρές» γνωστικές ανάγκες της επιστήμης.

 

Ο βασικός στόχος της Διακήρυξης της Μπολόνια ήταν η σύγκλιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη ώστε να δημιουργηθεί ένας «Ευρωπαϊκός Χώρος Ανωτάτης Εκπαίδευσης» που θα διασφάλιζε την διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής ανωτάτης εκπαίδευσης, δηλαδή την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας της αγοράς απέναντι στις ανταγωνίστριες οικονομίες του Βορειοαμερικανικού μπλοκ (NAFTA) και των χωρών της Άπω Ανατολής. Ο στόχος αυτός ήταν, βέβαια, λογική συνέπεια της παγκόσμιας «ελαστικοποίησης» της αγοράς εργασίας που επιβάλλει η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή της ουσιαστικής ενοποίησης της αγοράς εργασίας όσον αφορά στην απορρύθμισή της αλλά όχι και όσον αφορά στην κινητικότητά της που εμποδίζεται με κάθε τρόπο, ιδιαίτερα από τον Νότο στον Βορρά, ώστε να εξακολουθεί ο πρώτος να παρέχει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει στις πολυεθνικές του δεύτερου. Με άλλα λόγια, η σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων αποτελεί συνέπεια της ομογενοποίησης της αγοράς εργασίας που επιφέρει η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς.

 

Φυσικά, υπάρχουν διάφοροι άμεσοι ή έμμεσοι τρόποι για την προσαρμογή των Πανεπιστημίων στις ανάγκες της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, που ήδη εφαρμόζονται στο εξωτερικό με επιτυχία. Είτε άμεσα, με τα προγράμματα σπουδών, είτε έμμεσα, με σπονσορινγκ από ιδιωτικές επιχειρήσεις της έρευνας, ακόμη και Πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών. Περιττό να λεχθεί ότι τα ιδιωτικά σχολεία εξακολουθούν να παρέχουν και κλασική εκπαίδευση για τα παιδιά της ελίτ, ενώ τα δημόσια έχουν υποχρεωθεί σήμερα να παρέχουν μια αυστηρά προσανατολισμένη προς τις ανάγκες της αγοράς εκπαίδευση. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη ότι στην σοσιαλ-φιλελεύθερη Βρετανία κανείς μπορεί να παρατηρήσει, ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μια συνεχή συρρίκνωση στον αριθμό των «θεωρητικών» Πανεπιστημιακών τμημάτων —π.χ. τμήματα των οποίων το αντικείμενο σπουδών ήταν η Ιστορία, η Οικονομική Θεωρία, η Φιλοσοφία κ.λπ., σε όφελος «πρακτικών» τμημάτων, άμεσα συνδεδεμένων με την αγορά (μάρκετινγκ, μάνατζμεντ, Επιχειρησιακές Σπουδές, Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές κ.λπ.). Αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου σατανικού σχεδίου των ελίτ, αλλά απλά το αποτέλεσμα της λειτουργίας της «εσωτερικής αγοράς», που έχει δημιουργηθεί στον εκπαιδευτικό τομέα και η οποία ήδη έχει οδηγήσει σε έμμεση ιδιωτικοποίηση των σπουδών και της έρευνας «από τα κάτω». Έτσι:

  • Από την μεριά της ζήτησης, οι υποψήφιοι φοιτητές, αντιμετωπίζοντας την σημερινή εντεινόμενη ανεργία και υποαπασχόληση, επιλέγουν αντικείμενα σπουδών που έχουν «πέραση» στην αγορά εργασίας, και επομένως προτιμούν τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα, βοηθώντας έμμεσα την διοχέτευση περισσότερων δημοσίων κονδυλίων προς αυτά, και,

  • από την μεριά της προσφοράς, τέτοια «πρακτικά» τμήματα εύκολα εξασφαλίζουν σπονσορινγκ και ιδιωτική χρηματοδότηση, που και τα δύο συμπληρώνουν την συρρικνούμενη δημόσια χρηματοδότηση της παιδείας που επιβλήθηκε από τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι οποίες καθορίζουν δραστικές περικοπές στους φορολογικούς συντελεστές (άμεσοι φόροι επί των εταιριών, προσωπικοί φόροι εισοδήματος κ.λπ.) προς όφελος των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων —πάντα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας— που χρηματοδοτούνται μέσω αντίστοιχων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες γενικά, και στις κοινωνικές δαπάνες ειδικότερα.

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η μαζική παραγωγή από το εκπαιδευτικό σύστημα καθαρών τεχνοκρατών, με επιφανειακή γενική γνώση και, φυσικά, χωρίς καμιά ικανότητα αυτόνομης σκέψης πέρα από το στενό και πολύ εξειδικευμένο περίγραμμα του συγκεκριμένου [επιστημονικού] τους πεδίου. Ο θεμελιώδης στόχος της παιδείας στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα είναι η «παραγωγή» παρόμοιων στενόμυαλων «επιστημόνων», που καλούνται να λύσουν τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με τρόπο που θα μεγιστοποιεί την οικονομική αποτελεσματικότητα για αυτές, και έμμεσα, για ολόκληρο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς.

 

Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι αυτό το είδος μαζικής παραγωγής παρόμοιων «επιστημόνων» κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την τελική επικράτηση στη σκέψη του επιστημονικού ορθολογισμού. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου αυτό το σύστημα παιδείας ήταν πάντα κυρίαρχο, διάσημοι επιστήμονες στον κλάδο τους (ακόμα και στις φυσικές επιστήμες) είναι θρησκευόμενοι ή υιοθετούν διάφορα ανορθολογικά συστήματα σκέψης, των οποίων οι κεντρικές ιδέες αντλούνται όχι μέσω ορθολογικών μεθόδων (Λόγος και/ή εμπειρικά δεδομένα), αλλά μέσω της διαίσθησης, ή των ενστίκτων, συναισθημάτων, μυστικιστικών εμπειριών, αποκάλυψης κ.λπ.. Το αποτέλεσμα είναι ένα Τζέκυλ-και-Χάιντ υβρίδιο επιστήμονα που υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί την ορθολογική μεθοδολογία έρευνας όσο «φοράει το επιστημονικό του καπέλο», και ο οποίος γίνεται ένας ανορθολογιστής του χειρότερου είδους όταν «το βγάζει». Αυτό ήταν ένα σχετικά σπάνιο φαινόμενο στην Ευρώπη πριν την νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, αλλά η τωρινή αμερικανοποίηση και επακόλουθη ιδιωτικοποίηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων το κάνει όλο και πιο συχνό.

 

Αν εξετάσουμε τώρα τις ανακοινωθείσες μεταρρυθμίσεις από τη Χούντα, θα δούμε την άμεση σχέση τους με μια συστηματική προσπάθεια αγοραιοποίησης των Πανεπιστημίων μας, με την παραπάνω έννοια που περιέγραψα. Σε αυτό αποβλέπουν μέτρα όπως τα παρακάτω ανακοινωθέντα:

  • Πανεπιστήμια και ΤΕΙ θα ανοιχτούν στην ελεύθερη αγορά και θα συνδέονται με επιχειρήσεις και ερευνητικά κέντρα (δηλαδή τα προγράμματα σπουδών και έρευνας θα πρέπει να έχουν στόχο όχι μόνο την γνώση και την έρευνα για την γνώση και την έρευνα αντίστοιχα, αλλά —και κυρίως— τις ανάγκες της αγοράς οι οποίες θα εκφράζονται και μέσα από μάνατζερ που θα διαχειρίζονται τα Πανεπιστήμια!).

  • Σύνδεση με την περιφερειακή ανάπτυξη και την αγορά εργασίας που θα επέλθει και μέσα από τη χωροταξική αναδιάρθρωση με τις συγχωνεύσεις και το κλείσιμο Ιδρυμάτων και τμημάτων (οι τοπικοί δηλαδή μπιζνεσμεν θα παίζουν βασικό ρόλο στον καθορισμό των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας! Έτσι, μέχρι η Cosco και η Coca-Cοla θα έχουν σχετικό λόγο στα προγράμματα σπουδών και έρευνας, αρκεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην τοπική αγορά εργασίας!).

  • Νέος τρόπος εκλογής καθηγητών από ξένους εμπειρογνώμονες, (ρύθμιση που μόνο σε ...Μπανανίες συνήθως απαντάται) με κριτήρια την ανταγωνιστικότητα κ.λπ.

  • Σύνδεση αξιολόγησης – χρηματοδότησης (ρύθμιση που μπορεί να βάλει μέσα στα ΑΕΙ σπόνσορες και χορηγούς από πολυεθνικές —οι οποίες, χάρη στο Μνημόνιο και τα συναφή μέτρα θα διαχειρίζονται στο μέλλον την Ελληνική Οικονομία!).

  • Η χρηματοδότηση θα ακολουθεί τον φοιτητή και όχι το Ίδρυμα (με την χορήγηση «κουπονιών» που αποτελούν το πρώτο βήμα για την ανάληψη από την ίδιο τον φοιτητή των εξόδων σπουδών του, που αργότερα κάλλιστα μπορεί να υποχρεωθεί να τα αγοράζει με κάποιοΤραπεζικό δάνειο κ.λπ.).

  • Η απομάκρυνση των φοιτητών από την διαχείριση των Πανεπιστημίων και η αντικατάστασή τους από μπιζνεσμεν και τεχνοκράτες Πανεπιστημιακούς.

Περιττό να προσθέσουμε ότι αυτή η διαδικασία αγοραιοποίησης της ανωτάτης εκπαίδευσης γίνεται ακόμη πιο εύκολη όταν τα πανεπιστήμια δεν ελέγχονται άμεσα από την ίδια την κοινωνία —η οποία και μόνο μπορεί να εκφράσει το γενικό συμφέρον— αλλά από ελίτ και κοινωνικές ομάδες μέσα στην κοινωνία που εκφράζουν ειδικά συμφέροντα, είτε οικονομικά (πολυεθνικές εταιρείες), είτε πολιτιστικά (π.χ. θρησκευτικές οργανώσεις ή η ίδια η Εκκλησία) ή πολιτικο-στρατιωτικά (π.χ. το αμερικανικό Πεντάγωνο). Το θέμα, επομένως, δεν είναι απλά αν τα πανεπιστήμια είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως υποστηρίζουν οι πολιτικές ελίτ για να αποπροσανατολίσουν την συζήτηση, αλλά αν τα προγράμματα σπουδών και έρευνας καθορίζονται γενικά από την κοινωνία παρά από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες με επενδεδυμένα ιδιαίτερα συμφέροντα μέσα σε αυτήν, όπως οι μπιζνεσμεν «εκπρόσωποι της αγοράς» που προβλέπουν οι «μεταρρυθμίσεις» της Χούντας.

 

Ωστόσο, αν συμφωνήσουμε ότι μόνο η ίδια η κοινωνία θα μπορούσε να εκφράσει το γενικό συμφέρον, η επόμενη κρίσιμη ερώτηση αναφέρεται στο ποιος εκφράζει την κοινωνική βούληση. Η απάντηση, βέβαια, δεν θα μπορούσε να είναι το κράτος, το οποίο σε μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», είναι απλώς το πολιτικό συμπλήρωμα της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος ελέγχεται από ελίτ —τους επαγγελματίες πολιτικούς των κομμάτων εξουσίας— και γραφειοκράτες, που λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με την οικονομική και πολιτιστική ελίτ, οι οποίες εξασφαλίζουν την άνοδο των πολιτικών στην εξουσία, μέσω της χρηματοδότησης των σπάταλων προεκλογικών τους δαπανών και της προβολής τους μέσω των ΜΜΕ που οι ίδιες ελέγχουν. Είναι, επομένως, αυτονόητο ότι το δημοκρατικό περιβάλλον είναι η αναγκαία προϋπόθεση για μια δημοκρατική παιδεία —με την κλασική έννοια μιας ολοκληρωμένης παιδείας.

 

Μια τέτοια παιδεία θα έπρεπε να περιλαμβάνει την εκπαίδευση του πολίτη ως πολίτη, δηλ. την ανάπτυξη της αυτενέργειας των πολιτών, χρησιμοποιώντας την αυτενέργεια σαν μέσο εσωτερικοποίησης των δημοκρατικών θεσμών και των αξιών που είναι συμβατές με αυτούς, και επίσης την προσωπική εκπαίδευση, που συνεπάγεται περισσότερο την ανάπτυξη της ικανότητας προς μάθηση παρά την ίδια την μάθηση, ώστε οι άνθρωποι να γίνονται αυτόνομοι —δηλαδή, ικανοί για αυτοστοχαστική δραστηριότητα και περίσκεψη.[60] Με άλλα λόγια, μιλούμε για ένα περιβάλλον στο οποίο οι πολίτες, μέσω των συνελεύσεών τους, θα αποφάσιζαν το γενικό περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας, οι λεπτομέρειες των οποίων θα καθορίζονταν στη συνέχεια από τις συνελεύσεις των εκπαιδευτών και των εκπαιδευόμενων. Μεσοπρόθεσμα, τα πανεπιστήμια θα μπορούσαν να ελέγχονται από μια εθνική ομοσπονδία των νέων «δήμων», στην οποία οι συνελεύσεις των πολιτών θα καθόριζαν τα γενικά πλαίσια της παιδείας —και κυρίως τον στόχο τους να στηρίξουν την προσπάθεια για την οικοδόμηση μιας αυτοδύναμης οικονομίας που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών, αντί (όπως θέλει η Χούντα σήμερα) να εξυπηρετούν τς ανάγκες των πολυεθνικών και των μπιζνεσμεν οι οποίοι θα αποτελούν το διοικητικό συμβούλιο των Πανεπιστημίων. Ακόμη, θα καθόριζαν και, πιθανώς, θα αναλάμβαναν την χρηματοδότηση των «δημοτικών» Πανεπιστημίων, μέσω ενός άκρως «προοδευτικού» συστήματος προσωπικού φόρου εισοδήματος, το οποίο θα εξασφάλιζε ένα πραγματικά δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα, καλύπτοντας όχι μόνο τις εκπαιδευτικές δαπάνες των φοιτητών, αλλά επίσης τα έξοδα διαβίωσής τους. Εντούτοις, πέρα από αυτά τα γενικά πλάισια, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να είναι αυτόνομα στην διαχείριση των υποθέσεών τους και στην προώθηση μεθόδων διδασκαλίας και έρευνας. Το παρόν εξετασιοκεντρικό σύστημα θα έπρεπε συνεπώς να αντικατασταθεί από ένα σύστημα συνεχούς αξιολόγησης (το οποίο θα συμπλήρωνε ένα δημοκρατικό σύστημα αξιολόγησης των δασκάλων), βασισμένο σε τακτικές γραπτές εργασίες που οι φοιτητές θα καλούνται να υπερασπίσουν ενώπιον των καθηγητών και των συμφοιτητών τους. 

 

Είναι σαφές ότι τα σημερινά προβλήματα στην παιδεία είναι το άμεσο αποτέλεσμα των αντιφάσεων που δημιούργησε το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Μια δημοκρατική παιδεία, επομένως, προϋποθέτει αγώνα για ριζική αλλαγή όχι μόνο στις εκπαιδευτικές δομές, αλλά επίσης στις κοινωνικο-οικονομικές δομές, έτσι ώστε οι φοιτητές να μην εξαναγκάζονται να διαλέγουν μόνο εκείνα τα προγράμματα σπουδών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς, αλλά, αντιθέτως, να μπορούν να διαλέγουν εκείνα τα προγράμματα σπουδών που πραγματικά ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών, αλλά και στις προσωπικές τους ανάγκες για γνώση και έρευνα.[61] Αυτή η επιλογή είναι θεμελιώδης, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι υπάρχει μικρή (ή και καμία) σχέση ανάμεσα στις ανάγκες της αγοράς και στις ανθρώπινες ανάγκες στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, όπου αυτό που καθορίζει τις ανάγκες της αγοράς καθορίζεται αποφασιστικά από προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, μέσω της συγκέντρωσης του εισοδήματος, του πλούτου και της οικονομικής δύναμης στα χέρια τους. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, μπορούμε να καταλάβουμε τους λόγους πίσω από την σημερινή προσπάθεια των ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών ελίτ γενικά, και των ελληνικών ελίτ ειδικότερα, να επιβάλλουν την έμμεση ιδιωτικοποίηση της ανωτάτης παιδείας. Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα ελεγχόταν πάντοτε, άμεσα ή έμμεσα, από το Κράτος. Εντούτοις, αυτό δεν ίσχυε επίσης και όσον αφορά στην χρηματοδότησή του, εφόσον ιδιωτικά σχολεία πάντα επιτρέπονταν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία, προσελκύοντας τα παιδιά των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που αναζητούσαν καλύτερες εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις και μεγαλύτερες ευκαιρίες επιτυχίας στην εξασφάλιση μιας θέσης στα εγχώρια ή αλλοδαπά πανεπιστήμια. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτελέσματα παλαιότερης έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις δημόσιες δαπάνες σχετικά με την παιδεία στις χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν μεταξύ των τελευταίων χωρών στη λίστα, με μόνο 8,4% των συνολικών δημοσίων δαπανών να διατίθενται για την Παιδεία,[62] ενώ πιο πρόσφατη αναφορά τα επιβεβαιώνει, με την Ελλάδα να φέρεται να δαπανά 8,5% των δημοσίων δαπανών στη Παιδεία, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης, που περιλαμβάνει και τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, είναι 11%.[63] Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον ότι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία που χρηματοδοτούνται καλύτερα από τα δημόσια. Επιπλέον, οι περιορισμοί στους αριθμούς των εισακτέων στην ανωτάτη εκπαίδευση σπρώχνουν τους γονείς να πληρώνουν υπέρογκα δίδακτρα σε ιδιωτικά φροντιστήρια, με την ελπίδα να δώσουν στα παιδιά τους περισσότερες δυνατότητες εξασφάλισης μιας πανεπιστημιακής θέσης.

 

Αυτό θίγει ιδιαίτερα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα που βλέπουν την παιδεία σαν το μόνο πιθανό μέσο για κοινωνική άνοδο, αν όχι σαν τον μοναδικό τρόπο να εξασφαλίσουν κάποιου είδους απασχόληση σε μια χώρα στην οποία η ανεργία των νέων, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (πριν το σκάσιμο της «φούσκας»), είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη των «27», έχοντας φτάσει στο 25,5% ανάμεσα σε εκείνους ηλικίας 15-24 ετών.[64] Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα αν κανείς λάβει υπόψη του το γεγονός ότι, από την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην παγκόσμια οικονομία της αγοράς μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την ένταξή της στην ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του 80, και την δραστική αποσύνθεση και βαθμιαία έκλειψη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα παραγωγής της, ο τομέας των υπηρεσιών, όπως είδαμε στο Πρώτο Μέρος, προσφέρει τις περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης από κάθε άλλο οικονομικό τομέα, και η παιδεία έχει γίνει, επομένως, το μοναδικό μέσο για κάποιον βαθμό κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα.

 

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η «δωρεάν δημόσια παιδεία», η οποία υποτίθεται καθιερώθηκε στην Ελλάδα την δεκαετία του ‘60 και, μετά από ένα μακρύ και συχνά αιματηρό φοιτητικό αγώνα, αργότερα περιλήφθηκε στο ελληνικό Σύνταγμα, ήταν πάντα —όσον αφορά τουλάχιστον στην ανωτάτη παιδεία— ένας μύθος. Μια σχετικά πρόσφατη έρευνα που δείχνει ότι οι Έλληνες ξοδεύουν ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ το κράτος δαπανά μόλις 3,5% του ΑΕΠ στην δημόσια παιδεία, το επιβεβαιώνει.[65] Ωστόσο, πολλοί γονείς και φοιτητές, κυρίως ανάμεσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, βασίζονται κυρίως στην δημόσια παιδεία. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο ο συνταγματικός περιορισμός που απαγορεύει την δημιουργία μη-δημοσίων πανεπιστημίων έγινε ο στόχος τόσο των τοπικών και ξένων ελίτ, όσο και, πρόσφατα, του κεντροδεξιού κόμματος που κυβερνούσε την χώρα, που, με την εκπεφρασμένη συμπαιγνία των σοσιαλφιλελευθέρων της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε ο περιορισμός αυτός να καταργηθεί. Από την άλλη μεριά, δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτή η προσπάθεια λειτούργησε σαν καταλύτης για ένα ισχυρό κίνημα φοιτητών και καθηγητών που αντιστέκονται στην επιχειρούμενη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του τελευταίου προμαχώνα της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

 

Το θέμα, όμως, που ρητά ή υπόρρητα τέθηκε από το φοιτητικό κίνημα ήταν, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο οι δύο βασικές προϋποθέσεις για ένα πραγματικά δημοκρατικό και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα μπορούν να εκπληρωθούν, δηλαδή:

  • Το αντικείμενο σπουδών και έρευνας να καθορίζεται από την κοινωνία γενικά, και τους εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους ειδικότερα, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο ακαδημαϊκής αυτονομίας, και όχι από κοινωνικές ομάδες με τα δικά τους επενδυμένα ειδικά συμφέροντα και την δύναμη να υπονομεύουν δραστικά αυτή την αυτονομία.

  • Η ανώτατη εκπαίδευση να παρέχεται δωρεάν στον καθένα, σαν κοινό αγαθό, και όχι μόνο στους πολύ φτωχούς, σαν ένα είδος φιλανθρωπίας από τις ελίτ με την μορφή υποτροφιών, σπονσορινγκ κ.λπ. Αυτό συνεπάγεται ότι η παιδεία γενικά, και η ανωτάτη παιδεία ειδικότερα θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από ένα άκρως προοδευτικό φόρο πάνω στο εισόδημα και τον πλούτο, έτσι ώστε το σχετικό φορολογικό βάρος να επιβαρύνει τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.

Το σύστημα των μη-κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων, το οποίο προτάθηκε από τις ελληνικές ελίτ, σαφώς δεν ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση, καθώς θα ήταν πάντα δυνατό σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση που αναμιγνύεται σε «πολιτιστικές» δραστηριότητες (πέρα από την Εκκλησία —έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα στην Ελλάδα, δεδομένου του ρόλου που της έχει εκχωρηθεί από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και τα ΜΜΕ— τον στρατό κ.λπ.) να χρηματοδοτούν παρόμοια «πανεπιστήμια». Κάτω από αυτό το σύστημα, το αντικείμενο σπουδών και έρευνας, καθώς επίσης και η σύνθεση του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και, επομένως, οι μέθοδοι διδασκαλίας και έρευνας, θα καθορίζονταν στην βάση των ειδικών συμφερόντων των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, αν όχι των συμφερόντων του ανορθολογικού θρησκευτικού κατεστημένου, οδηγώντας στην κατάκτηση από τις δυνάμεις του ανορθολογισμού —«από τα μέσα»— του κύριου ορθολογικού θεσμού που παίζει ηγεμονικό ρόλο στην νεοτερικότητα, του Πανεπιστήμιου.

 

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το σημερινό κρατικό Πανεπιστήμιο, που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη, ικανοποιεί επαρκώς την πρώτη προϋπόθεση, εφόσον δεν παύει να ελέγχεται άμεσα από τις πολιτικές και έμμεσα από τις οικονομικές ελίτ. Εντούτοις, είναι πολύ ευκολότερο να επιβληθούν αλλαγές των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας στα κρατικά Πανεπιστήμια «από τα κάτω» (δηλ. από τους φοιτητές και το προσωπικό που δεν βλέπει την δουλειά του απλά σαν καριέρα και σαν μέσο για κοινωνική και οικονομική ανέλιξη), από ό,τι είναι στην περίπτωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι σημαντικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών και έρευνας, καθώς επίσης και στην λειτουργία των Πανεπιστημίων, εισήχθησαν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της δυτικής Ευρώπης μετά τον Μάη του 68 —οι περισσότερες από τις οποίες αναστράφηκαν αργότερα μέσα στο γενικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη μεριά, η εκπαίδευση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εμπόρευμα το οποίο, όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, πρέπει να παραχθεί στην βάση των αρχών της οικονομικής «αποδοτικότητας», με άλλα λόγια στην βάση του κριτηρίου κατά πόσο το αποτέλεσμα της έρευνας και της διδασκαλίας είναι χρήσιμο στις ανάγκες του συστήματος της αγοράς και αυτών που την ελέγχουν. Δεν είναι απορίας άξιον ότι ακόμα και τα πιο φημισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ προσφέρουν περιζήτητες θέσεις σχετικά ευκολότερα στα παιδιά γενναιόδωρων χρηματοδοτών και παλαιών αποφοίτων.

 

Όσον αφορά στην δεύτερη προϋπόθεση, η κατάργηση της δωρεάν παιδείας, στην οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει η δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, ουσιαστικά αναιρεί το δικαίωμα πολλών πολιτών στην εξειδικευμένη γνώση, εφόσον έχει καθαρά ταξικό χαρακτήρα. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να κάνει τη λογική υπόθεση ότι, παρόλο που φοιτητές από την μεσαία τάξη δεν έχουν πρόβλημα να πληρώνουν τα δίδακτρα, «βοηθώντας» έτσι τα στατιστικά στοιχεία να δείχνουν μια αύξηση του αριθμού των φοιτητών, οι φοιτητές από στρώματα χαμηλού εισοδήματος είναι πιθανό να πληρώνουν υψηλό τίμημα για αυτή την έμμεση ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων. Ακόμη, το νέο σύστημα των φοιτητικών δανείων, το οποίο εισήχθη από τους σοσιαλφιλελεύθερους του Βρετανικού Νέου Εργατικού κόμματος προς αντικατάσταση του παλαιού συστήματος των φοιτητικών επιδομάτων που κάλυπταν γενικά τα έξοδα των φοιτητών, το οποίο είχε υιοθετήσει το Εργατικό κόμμα της σοσιαλδημοκρατικής εποχής, όχι μόνο σπρώχνει τους φοιτητές και φοιτήτριες να δουλεύουν σε μπαρ και μακντοναλτς —αν όχι σε στριπτιτζάδικα— για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, αλλά τους αφήνει επιπλέον με σοβαρό χρέος στο τέλος των σπουδών τους.[66] Αυτό έχει, για το σύστημα, το σημαντικό παράπλευρο κοινωνικό αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας πειθήνιας τάξης πολιτών που αγωνίζονται να ξεπληρώσουν όχι μόνο τα συνηθισμένα δάνεια για να αγοράσουν σπίτι, αυτοκίνητο κ.λπ., αλλά και τα δάνεια για τις Πανεπιστημιακές τους σπουδές —η τέλεια φόρμουλα για ένα παθητικό μεταμοντέρνο πολίτη που δουλεύει σκληρά και, απλά, ακολουθεί τις ελίτ: η γνωστή συνταγή για το Αμερικανικό «Όνειρο», η οποία τώρα επεκτείνεται παντού.

 

Στην πραγματικότητα, η κύρια κοινωνική συνέπεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η πρωτοφανής αύξηση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας η οποία, εντούτοις, δεν εκφράζεται μόνο με την τεράστια συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα χέρια των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, αλλά επίσης και με τον αυξανόμενα ταξικό χαρακτήρα κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η παιδεία, η υγεία και οι συντάξεις. Αυτό είναι το άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας μαζικής ιδιωτικοποίησης που αυτή την στιγμή λαμβάνει χώρα παντού, συμπεριλαμβανομένων των Σκανδιναβικών κρατών τα οποία υπήρξαν το μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας. Προφανώς, όμως, η ρεφορμιστική Αριστερά αδυνατεί να κατανοήσει το γεγονός αυτό και διατηρεί ακόμη, χωρίς δισταγμό, τους ευσεβείς πόθους της για την «αναπόφευκτη» επιστροφή σε κάποιο είδος σοσιαλδημοκρατίας, δεδομένης της σημερινής από-κοινωνικοποίησης της κοινωνίας η οποία, πιστεύει, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Φαίνεται, αυτή η Αριστερά «ξεχνά» ότι η αμερικανική κοινωνία, για παράδειγμα, όχι μόνο έχει από καιρό από-κοινωνικοποιηθεί και παρόλα αυτά ακόμα καταφέρνει να αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς πρόβλημα, αλλά και ότι πολλοί, κυρίως στην περιφέρεια (Ινδία, Κίνα, Πολωνία κ.λπ.) αυτήν έχουν για πρότυπο!

 

Συμπερασματικά, τα σημερινά προβλήματα είναι άμεση απόρροια των αντιφάσεων που δημιουργεί το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά του, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Μια δημοκρατική παιδεία προϋποθέτει, επομένως, αγώνα για ριζική αλλαγή όχι μόνο των εκπαιδευτικών, αλλά και των κοινωνικοοικονομικών δομών, ώστε οι φοιτητές να μην αναγκάζονται να επιλέγουν γνωστικά αντικείμενα με «πέραση» στην αγορά, αλλά που ικανοποιούν πραγματικές ανάγκες των πολιτών.[67]

 

Από την άποψη αυτή, αποτελούν, επομένως, απλά ευχολόγια οι υποτιθέμενα ριζοσπαστικές απόψεις οι οποίες, χωρίς να αμφισβητούν το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, θέτουν θέμα μιας παιδείας που θα προσανατολίζεται στις ανθρώπινες ανάγκες, θα παράγει ολοκληρωμένους επιστήμονες κ.λπ. Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές παρόμοιων απόψεων δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι μια τέτοια παιδεία είναι αδύνατη στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Επομένως, ένα πραγματικά ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα, αντί να διχάζεται όπως σήμερα ως προς το ποια πτυχία ικανοποιούν καλύτερα τις ανάγκες των μπίζνες, θα έπρεπε, ενωμένο, να απαιτήσει την αναβάθμιση όλων των πανεπιστήμιων (ΑΕΙ και ΤΕΙ), μέσω διαδικασιών που θα επιβάλλουν την ομογενοποίηση του επιπέδου διδασκαλίας και έρευνας σε αυτά, με στόχο την κάλυψη των αναγκών του συνόλου των πολιτών και όχι αυτών μιας ελίτ. Πράγμα που προϋποθέτει ότι το κίνημα αυτό θα έπρεπε να είναι τμήμα ενός ευρύτερου πολιτικού κινήματος για μια πραγματικά δημοκρατική οργάνωση της πολιτείας και της οικονομίας.

 

Τέλος, όσον αφορά στον «Καλλικράτη», όπως είναι γνωστό, οι τοπικές κοινωνίες στην Ελλάδα βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση υπανάπτυξης, σαν αποτέλεσμα, ιστορικά, της εσκεμμένης πολιτικής της κεντρικής εξουσίας και των επαγγελματιών πολιτικών στα κόμματα εξουσίας, για την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια τους. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή κοινοβουλευτική Χούντα προχωρά στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής με τον νέο νόμο «Καλλικράτης», ο οποίος επιφέρει μια πρωτοφανή συγκέντρωση της τοπικής εξουσίας σε ελάχιστους σουπερ δήμους και περιφέρειες που σπάζουν κάθε δεσμό του πολίτη της τοπικής κοινωνίας με την τοπική αρχή του, και δημιουργούν νέες εξαρτήσεις από μια νέα τάξη επαγγελματιών πολιτικών σε υπέρ-τοπικό επίπεδο (και όχι, όπως μέχρι τώρα, μόνο στο εθνικό), χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την εξουσία των επαγγελματιών πολιτικών στο εθνικό επίπεδο, οι οποίοι φροντίζουν να κρατούν στα χέρια τους τις κεντρικές αποφάσεις που καθορίζουν τις παραμέτρους ή το πλαίσιο μέσα στο οποίο παίρνονται οι επί μέρους αποφάσεις από τις σουπερ-τοπικές αρχές.

 

Μολονότι, επομένως, όπως ανέφερα παραπάνω, ο βασικός στόχος του είναι οικονομικός, δηλαδή η εξοικονόμηση χρημάτων (από την εξοικονόμηση κονδυλίων από τις συγχωνεύσεις, απολύσεις δημοτικών υπαλλήλων (επί συμβάσει κ.λπ.) για την αποπληρωμή των δανειστών, πέρα από τον βασικό αυτό στόχο, υπάρχει και ο επιμέρους στόχος ακόμη μεγαλύτερης συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια των ελίτ. Με αυτή την έννοια ο Καλλικράτης αποτελεί το τελειωτικό κτύπημα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση γιατί θα σημάνει την οριστική αποκοπή του δημότη από την φυσική δημοτική του αρχή και την υπαγωγή του σε μια νέα ενδιάμεση ελίτ μεταξύ του πολίτη και της κεντρικής ελίτ σε εθνικό επίπεδο. Δημιουργείται, δηλαδή, άλλη μια συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στο τοπικό επίπεδο, παράλληλα με την συγκέντρωση στο εθνικό, που καθορίζει και το θεσμικό πλαίσιο της τοπικής εξουσίας.

 

Πέρα, όμως απο τον στόχο της συγκέντρωσης εξουσίας ένας επί μέρους στόχος είναι η αγοραιοποίηση των παρεχόμενων από τους δήμους υπηρεσιών, μέσα από την επέκταση των υπεργολαβιών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θα καταστούν αναπόφευκτες από την θεσμοθετούμενη συρρίκνωση του προσωπικού των δήμων που θα φέρουν οι συγχωνεύσεις ή καταργήσεις δήμων κλπ.

 

Έτσι, η εξουσία γίνεται ακόμη πιο συγκεντρωμένη, παρά την προπαγάνδα των ελίτ που παρουσιάζουν το σχέδιο σαν μορφή αποκέντρωσης! Πραγματική, όμως, αποκέντρωση σημαίνει την περιέλευση της εξουσίας στους ίδιους τους πολίτες, όχι τη συγκέντρωση της τοπικής εξουσίας σε υπέρ-δήμους για να εκτελούνται πιο «αποτελεσματικά» οι κεντρικές αποφάσεις! Ο Καλλικράτης, όπως και όλες οι άλλες «τομές» του «Γιωργάκη» είναι, απλά, άλλη μια προσπάθεια μετατροπής της Ελλάδας σε Λατινοαμερικανικό προτεκτοράτο, με ένα λαό που θα τον διαφεντεύονται απόλυτα οι ξένες και ντόπιες ελίτ, σε αντάλλαγμα κάποιων «ψίχουλων» από τη «νέα ανάπτυξη» που θα δημιουργήσουν οι ξένες επενδύσεις, ο Τουρισμός, η «πράσινη ανάπτυξη» κ.λπ., ώστε να έχουν τουλάχιστον τα μεσαία στρώματα την ψευδαίσθηση ότι το καταναλωτικό πρότυπο που είχαν δημιουργήσει στη διάρκεια της αναπτυξιακής «φούσκας» θα αναπαραχθεί, και ίσως και επεκταθεί. Βέβαια, για τα λαϊκά στρώματα επιφυλάσσεται η μοίρα κάθε λαού στα λατινοαμερικανικά προτεκτοράτα: ανεργία, φτώχια, αγώνας για την επιβίωση ή, εναλλακτικά, ο βούρδουλας της εξουσίας αν έχουν αντιρρήσεις με τη «μοίρα» τους .

 

5. Το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου

 

Οι κυβερνήσεις των κομμάτων εξουσίας τα τελευταία κυρίως 15 χρόνια προχώρησαν ακάθεκτα στο πρόγραμμα των «διαρθρωτικών» αλλαγών, δηλαδή στο πρόγραμμα που εντάσσει πλήρως τη χώρα μας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς: ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, πετσόκομμα του κοινωνικού μισθού κ.λπ. Αυτό ήταν άλλωστε το πρόγραμμα που εφαρμόζουν σήμερα οι οικονομικές ελίτ ανά τον κόσμο με βάση τις προδιαγραφές της υπερεθνικής ελίτ, όπως εκφράζονται γενικά μέσω του ΔΝΤ, της Διεθνούς Τράπεζας, της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου κ.λπ., και συγκεκριμένα για τον Ευρωπαϊκό χώρο μέσω της ΕΕ αρχικά, και στη συνέχεια της ΟΝΕ και της Ευρωζώνης. Οι σχετικές πιέσεις στην ΕΕ/ΟΝΕ ήταν κατ’αρχήν έμμεσες, αλλά, όπου χρειαζόταν και άμεσες. Οι έμμεσες πιέσεις λειτουργούσαν βασικά μέσα από τον εξισορροπητικό μηχανισμό της ΟΝΕ. Δεδομένων δηλαδή των αφόρητων πιέσεων που αντιμετώπιζε κάθε ευρωπαϊκή ελίτ στον Ευρωπαϊκό Νότο να τηρεί τους κανόνες του Προγράμματος Σταθερότητας για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το Χρέος (φυσικά για τις χώρες-μέλη της υπερεθνικής ελίτ όπως η Γερμανία, Γαλλία που αποτελούσαν ηγέτιδες δυνάμεις μέσα στην ΕΕ, ίσχυαν άλλοι κανόνες και μπορούσαν άνετα να παραβιάζουν τους κανόνες αυτούς) οι επιλογές που είχαν, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, ήταν είτε να συμπιέσουν τους μισθούς για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους (εφόσον η υποτίμηση αποκλειόταν) είτε, αν φοβόντουσαν το πολιτικό κόστος, να αρχίσουν να ξεπουλούν τον κοινωνικό πλούτο και να ιδιωτικοποιούν την δημόσια περιουσία. Μια τρίτη επιλογή, ιδιαίτερα στις αρχές της παρούσας δεκαετίας που ο δανεισμός σε ευρώ ήταν εύκολος, ήταν η επέκταση του δανεισμού (ιδιαίτερα μέσω των εμπορικών τραπεζών που δανείζονταν φθηνά από την ΕΚΤ στο επίσημο επιτόκιο, και δάνειζαν στη συνέχεια τις κυβερνήσεις με το υψηλότερο επιτόκιο της αγοράς). Όταν όμως μετά την χρηματοπιστωτική κρίση στέρεψε και αυτή η πηγή, έμεινε μόνο το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου (στο οποίο ο «Αρχηγός της Χούντας» και η Χούντα του αναμένεται να διαπρέψουν, μέχρι να μην έχει μείνει τίποτα απούλητο) και η άγρια συμπίεση των μισθών στην οποία ήδη διέπρεψε.

 

Φυσικά, δεν έλειπαν και οι άμεσες πιέσεις για ιδιωτικοποιήσεις, όπως στη περίπτωση της Ολυμπιακής, που ιδιωτικοποιήθηκε όταν η Κομισιόν έκανε προσφυγή εναντίον της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, κατηγορώντας την ότι με τις επιχορηγήσεις της στην εταιρεία δημιούργησε αθέμιτο ανταγωνισμό σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές εταιρείες! Έτσι, ωφελήθηκαν τόσο οι ντόπιες οικονομικές ελίτ (Βγενόπουλος και ΣΙΑ) που απέκτησαν τα ενεργητικά της εταιρείας σε «τιμή ευκαιρίας», όσο και οι ξένες οικονομικές ελίτ —δηλαδή οι ανταγωνιστικές ξένες αεροπορικές εταιρίες που ξεκίνησαν και τη διαδικασία, οι οποίες επίσης εισέπραξαν κομμάτια από το «φιλέτο» της Ολυμπιακής (δηλαδή τα δικαιώματα προσγείωσης-απογείωσης για προορισμούς (slots) πέρα από τους έλάχιστους που κράτησε η «νέα» Ολυμπιακή) κ.λπ. Και φυσικά, όπως σε κάθε ιδιωτικοποίηση οι μόνοι που δεν ωφελήθηκαν είναι οι πολίτες-χρήστες της εταιρείας, για το καλό των οποίων όμως, μέσω του ανταγωνισμού, γίνονται οι εθνικοποιήσεις! Έτσι, όχι μόνο οι επιβάτες για πολλά δρομολόγια θα είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν ξένες εταιρίες, που μπορεί να έχουν βάσιμους λόγους να μην τις προτιμούν (γλώσσα κ.λπ.), αλλά και υποχρεώνονται από πάνω να πληρώνουν ακριβότερα εισιτήρια από πριν, ενώ πάντα υπάρχει και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ασφάλειά τους σε σχέση με μια καλή κρατική μεταφορική εταιρεία, η οποία δεν έχει λόγο «να κάνει οικονομίες» στα έξοδα συντήρησης κ.λπ., σε σχέση με ιδιωτικές, όπως απέδειξαν τα επανειλημμένα ατυχήματα των Βρετανικών σιδηροδρόμων μετά την ιδιωτικοποίησή τους.

 

Ποια είναι όμως τα οφέλη των ιδιωτικοποιήσεων, σύμφωνα με την σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα, και τι διδάσκει η σχετική διεθνής εμπειρία; Δεν θα αναφερθώ στα δήθεν οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις στο μικροοικονομικό επίπεδο των επιχειρήσεων, και στο μακροοικονομικό της οικονομίας γενικότερα, πράγμα που ήδη έκανα αλλού[68]. Θα αρκεστώ μόνο να επαναλάβω τα συμπεράσματα της ενδελεχούς μελέτης της σχετικής διεθνούς εμπειρίας που δείχνει σαφώς τον μυθολογικό χαρακτήρα των δήθεν οικονομικών ευεργετημάτων από τις ιδιωτικοποιήσεις. Έτσι, το συμπέρασμα από την μελέτη αυτή ήταν ότι «όσον αφορά στα μακροoικovoμικά/ δημoσιovoμικά απoτελέσματα (των ιδιωτικοποιήσεων) η Αγγλική εμπειρία φαvερώvει μια πλήρη απoτυχία της vεoφιλελεύθερης πoλιτικής. Γι’αυτό και πoλλoί από τo ακαδημαϊκό και δημoσιoγραφικό κατεστημέvo ήδη μιλoύv για τη «χαμέvη δεκαετία» τωv vεoφιλελευθέρωv”[69]. Όσον αφορά στα δήθεν οφέλη στην οικονομική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν εξίσου αρνητικό[70]:

To γεvικό συμπέρασμα από τα παραπάvω είvαι ότι δεv υπάρχει καμιά έvδειξη ότι η ιδιωτικoπoίηση από μόvη της βελτιώvει τηv απoτελεσματικότητα τωv επιχειρήσεωv και τις παρεχόμεvες υπηρεσίες. Εάv μάλιστα η απόδoση της βιoμηχαvίας γεvικά είvαι κάτω από τα διεθvή στάvταρ, όπως συμβαίvει με τηv ελληvική, τότε η μόvη πιθαvή βελτίωση της απoτελεσματικότητας, μετά τηv ιδιωτικoπoίηση, είvαι αυτή πoυ πρoσδoκάται από τηv περιέλευσή της στo ξέvo κεφάλαιo. Εvτoύτoις, η πιθαvότητα vα περιέλθει o εθvικός πλoύτoς σε ξέvα χέρια, σαv απoτέλεσμα τωv ιδιωτικoπoιήσεωv, δεv είvαι η μόvη ζημιά. Εξίσoυ σημαvτική είvαι η ζημιά πoυ oφείλεται στo γεγovός ότι τα δημόσια περιoυσιακά στoιχεία πωλoύvται σε τιμές πoλύ χαμηλότερες από την πραγματική αξία τoυς. Έτσι, στηv Αγγλία, oι μετoχές, ακόμα και κερδoφόρωv δημοσίωv επιχειρήσεωv, πoυλήθηκαv σε τιμές μεταξύ 6% και 98% χαμηλότερες από τηv τιμή αγoράς.[71]

Με βάση αυτά τα δεδομένα, κατέληγα στο γενικό συμπέρασμα ότι οι πραγματικοί λόγοι για τις ιδιωτικοποιήσεις ήταν πολιτικοί και όχι οικονομικοί[72]:

Τo αvαπόφευκτo συμπέρασμα είvαι ότι, όπως παρατηρεί έvας oρθόδoξoς oικovoμoλόγoς,[73] «η δικαίωση της ιδιωτικoπoίησης δεv στηρίζεται στηv oικovoμική ελκυστικότητά της [...] είvαι μια ριζoσπαστική μεταβoλή στη θεσμική δoμή [...] (πoυ τηv δικαιώvει) o ισχυρός δεσμός μεταξύ ιδιoκτησίας, αγoρώv και ελευθερίας». Με άλλα λόγια, oι vεoφιλελεύθερoι, εκμεταλλευόμεvoι τηv κατάσταση πoυ δημιoύργησε τη πρoηγoύμεvη δεκαετία o συvδυασμός της δημoσιovoμικής κρίσης από τηv επέκταση τoυ κράτους, της δυσαρέσκειας τoυ κoιvoύ για τις υπηρεσίες πoυ παρείχαv oι εθvικoπoιημέvες επιχειρήσεις, της κρίσης της σoσιαλδημoκρατίας και, τέλoς, της oικovoμικής κατάρρευσης τoυ τ. υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ (πoυ ήταv φαvερή από τότε), βρήκαv τηv ιστoρική ευκαιρία για vα μετατoπίσoυv τo κέvτρo κoιvωvικής και oικovoμικής δύvαμης πρoς τov ιδιωτικό τoμέα πoυ κιvδύvευε, στη διάρκεια της σoσιαλδημoκρατικής συvαίvεσης, αργά αλλά σταθερά, vα πέσει σε μαρασμό. Αντίθετα, επoμέvως, με τηv φιλελεύθερη μυθoλoγία, oι βασικoί λόγoι πoυ δικαιώvoυv τηv πoλιτική τωv ιδιωτικoπoιήσεωv είvαι πoλιτικoί και όχι oικovoμικoί. Όπως πoλιτική επιλoγή είvαι η υιoθέτηση (τα πρότυπα υπάρχoυv) vέωv τρόπωv oργάvωσης τωv παραγωγικώv μovάδωv, πέρα από τov ψευτo‑λαϊκό καπιταλισμό τoυ vεoφιλελευθερισμoύ, και τov κρατισμό.

Ακόμη, δεν θα επαναλάβω τα στοιχεία που δείχνουν ότι η αύξηση της αποδοτικότητας των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, όπως έδειξε η Βρετανική εμπειρία, οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη μείωση της εργατικής τους δύναμης που κάποτε έφθανε και το 50%.[74] Πράγμα, βέβαια, που σημαίνει ότι αποτελεί απόπειρα εξαπάτησης των εργαζομένων ο συνήθης ισχυρισμός των κομμάτων εξουσίας ότι θα εξασφαλίσουν τις δουλειές των απασχολούμενων στις υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις —πράγμα που ποτέ δεν έγινε!

 

Γενικά, με βάση τη Βρετανική εμπειρία, μπορούμε όμως να καταλήξουμε σε μερικά συμπεράσματα και για τα πιθανά αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, που πιθανότατα βέβαια θα είναι ακόμη χειρότερα από τη Βρετανία. Και αυτό, λόγω της σχετικά υπανάπτυκτης παραγωγικής και χρηματοπιστωτικής δομής στη χώρα μας, όπως εκδηλώνεται π.χ., με το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το χειρότερο Εμπορικό Ισοζύγιο, την μεγαλύτερη (και ταχύτερα αυξανόμενη) ανεργία νέων μέσα στην ΕΕ κ.λπ. Έτσι, τα κέρδη και η αποδοτικότητα αυξήθηκαν παντού μετά τις Βρετανικές ιδιωτικοποιήσεις, παράλληλα και σε αντιστοιχία με τις απολύσεις προσωπικού. Όμως, τα αυξημένα κέρδη σπάνια μεταφράστηκαν σε αυξημένες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό τους και, συνακόλουθα, σε μειωμένους λογαριασμούς και καλύτερες υπηρεσίες στους καταναλωτές (γι’ αυτό και τα παράπονα των καταναλωτών μετά τις ιδιωτικοποιήσεις έχουν σπάσει κάθε ρεκόρ). Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι η διόγκωση των κερδών σημαίνει απλώς μεγαλύτερα μερίσματα στους μετόχους, πράγμα που αυξάνει μεν τη τιμή των μετοχών στο Χρηματιστήριο, αλλά δεν συμβάλλει, βέβαια, στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, για το οποίο υποτίθεται ότι κόπτονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι!

 

Με βάση την εμπειρία αυτή, δεν είναι περίεργο ότι οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, αλλά και παντού, συνοδεύονται από μια συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Είτε αυτό γίνεται νομοθετικά, όπως για παράδειγμα έγινε στη Βρετανία, ή/και άτυπα με την απειλή της ανεργίας. Δεν είναι, λοιπόν, εκπληκτική η συμβουλή του προέδρου μιας ιδιωτικοποιημένης επιχείρησης νερού στους μάνατζερ των Βρετανικών σιδηροδρόμων: «η μόνη μέθοδος για μια επιτυχή ιδιωτικοποίηση είναι ο αφανισμός ή ο ευνουχισμός των συνδικάτων.[75] Πολιτική, που έμμεσα εφάρμοζε και η «σοσιαλιστική» μας κυβέρνηση όταν προσπαθούσε να στρέψει τους καταναλωτές, που υποτίθεται θα ωφελούντο από τις ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ, κατά των εργαζομένων σε αυτές. Όπως έχω αναπτύξει αλλού,[76] κατά τη γνώμη μου, η μόνη λύση για την εξασφάλιση της απασχόλησης των εργαζομένων, αλλά και της ποιοτικής ικανοποίησης των αναγκών των καταναλωτών, είναι η δημιουργία ενός κινήματος πολιτών για να περιέλθουν οι ΔΕΚΟ στον έλεγχο νέων «δήμων» που θα θεμελιώνονταν στις συνελεύσεις των πολιτών. Η παράλληλη δημιουργία αμεσοδημοκρατικών θεσμών στους δήμους, οι οποίοι θα έδιναν τον έλεγχο των δήμων και των δημοτικοποιημένων επιχειρήσεων στους ίδιους τους δημότες, θα επέτρεπε την μετάβαση σε μια Περιεκτική Δημοκρατία, μέσω της βαθμιαίας μετατόπισης παραγωγικών πόρων από την οικονομία της αγοράς στον νέο «Δημοτικοποιημένο» τομέα.

 

Αλλά, ας δουμε περιληπτικά μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων για να δούμε πόσο εγκληματική είναι η πολιτική που επιβάλλουν οι ξένες ελίτ —μέσω της ΕΕ, χάριν των κερδών των οικονομικών ελίτ που εκπροσωπεί— και οι ντόπιες ελίτ —μέσω της εκάστοτε κυβέρνησης από τα κόμματα εξουσίας, και ιδιαίτερα σήμερα μέσω της «Χούντας του Γιωργάκη» που επιβάλλει ένα πραγματικό γενικό ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου.

 

Οι συνέπειες, πρώτα, της ιδιωτικοποίησης της παραγωγής/διανομής ηλεκτρικού, που ήδη τις γεύτηκαν οι Αμερικανοί, Καναδοί, Βρετανοί, Σουηδοί, Δανοί, Ιταλοί και σύντομα, μόλις ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, θα γευτούμε και εμείς, έγιναν ιδιαίτερα φανερές το 2003, όταν μια σειρά πρωτόγνωρων σε έκταση μπλακ-άουτ αποδείχθηκε ότι οφείλονταν τελικά στην απορρύθμιση των αγορών, στις ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, φαινόμενα που όλα τους εντάθηκαν στη σημερινή καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Έτσι, όπως παρατηρούσε ο Terry Macalister,[77] «η απομάκρυνση από τις δημόσιες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού μπορεί μεν να έριξε τις τιμές αλλά δημιούργησε συγχρόνως ένα βουνό αβεβαιότητας, εφόσον οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν σε νέα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος, διότι βλέπουν τα περιθώρια κέρδους τους να συμπιέζονται, ενώ συγχρόνως κλείνουν αυτά που θεωρούν ότι δημιουργούν υπερεπάρκεια». Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η ζήτηση ενέργειας αυξήθηκε κατά 30% την περίοδο 1993-2003, ενώ η επάρκεια του συστήματος αυξήθηκε μόνο κατά 15%. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι οι εταιρείες ηλεκτρικού κάποτε δημιουργούν τεχνητά ελλείμματα, κλείνοντας προσωρινά εργοστάσια, ώστε να εκτοξευθούν οι τιμές στα ύψη και να αυξήσουν τα κέρδη τους, όπως καταγγέλθηκε ότι συνέβη στην Καλιφόρνια το 2001, με συνέπεια τα εκτεταμένα μπλακ-άουτ.[78] Ενώ, δηλαδή, οι δημόσιες επιχειρήσεις ηλεκτρικού φρόντιζαν να διαθέτουν πλεονάσματα ενέργειας, ακριβώς για την αντιμετώπιση εκτάκτων περιστατικών (με συνέπεια την κατά τα κριτήρια των κοντόφθαλμων οικονομολόγων «χαμηλότερη παραγωγικότητα») σήμερα, έχουν φτάσει «στο κόκαλο», με συνέπειες που θα πληρώσουμε ακόμη χειρότερα στο μέλλον, όπως προβλέπουν οι ειδικοί. Ιδιαίτερα τώρα που η χειροτέρευση του φαινομένου του θερμοκηπίου δημιουργεί όλο και συχνότερα «ακραία καιρικά φαινόμενα» (καύσωνες, θύελλες, παγετοί κ.λπ.) που δημιουργούν μαζικές μεταβολές στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.

 

Τα ίδια φαινόμενα επαναλήφθηκαν με τις ιδιωτικοποιήσεις σε άλλους κλάδους. Η Βρετανία αντιμετωπίζει για πρώτη φορά εκτεταμένα μπλακ-άουτ, επειδή οι ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρικού δεν κάνουν τις απαιτούμενες επενδύσεις, παρά τα τεράστια κέρδη τους —γεγονός που ανάγκασε τον διευθυντή της υπηρεσίας που επιτηρεί τις εταιρείες αυτές να τονίσει ότι μόνο με κρατική παρέμβαση μπορεί να εξακολουθήσει η κανονική παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.[79] Οι Βρετανικοί σιδηρόδρομοι, κατά κυβερνητική ομολογία, είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση από την κατάσταση που ήταν πριν την ιδιωτικοποίησή τους, και τα συνεχή πολύνεκρα σιδηροδρομικά ατυχήματα το επιβεβαιώνουν.[80] Και αυτό, όταν μόλις αναγνωρίστηκε επίσημα ότι οι Βρετανικοί σιδηρόδρομοι είναι οι ακριβότεροι της Ευρώπης![81] Ακόμη, η ιδιωτικοποίηση του Βρετανικού φυσικού αερίου οδηγεί στη δημιουργία επικίνδυνης ανασφάλειας. Η Transco, η επιχείρηση που τώρα είναι ιδιοκτήτης και συντηρεί τις σωληνώσεις αερίου, αύξησε μεν την αποδοτικότητά της, καθώς και τα κέρδη της, απολύοντας 1.000 ειδικευμένους εργάτες, αλλά κατόπιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι έχει έλλειψη 1.000 ειδικευμένων για την διατήρηση της ασφάλειας του δικτύου, παραβαίνοντας κατά συνέπεια τις συμβατικές υποχρεώσεις της.[82] Και αυτό, ενώ η εκπαίδευση νέων εργατών απαιτεί σημαντικό χρονικό διάστημα. Στο μεταξύ, εκρήξεις στους σωλήνες γκαζιού, με θύματα, ήδη σημειώθηκαν στη Σκωτία και αλλού, εφόσον, όπως παραδέχθηκε η εταιρεία, πολλές από τις παλιές σωληνώσεις χρειάζονταν αντικατάσταση που δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει, εάν δεν της επιτρεπόταν μια σημαντική αύξηση της τιμής του αερίου (που θα πλήρωναν οι καταναλωτές!). Στο μεταξύ, όμως, η Βρετανική εταιρεία φυσικού αερίου κάνει πρωτόγνωρα κέρδη και το 2008 ανακοινώθηκε ότι είχαν αύξηση των κερδών κατά 500%.[83] Και αυτό, ενώ επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι κατά την διάρκεια του ιδιαίτερα ψυχρού χειμώνα 2008/9, οι επί πλέον θάνατοι από το ψύχος αυξήθηκαν κατά 49% στέλνοντας 10.000 παραπάνω συνταξιούχους στον τάφο.[84] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα στη Βρετανία, τη χώρα που εισήγαγε τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, γίνεται ευρεία συζήτηση για την απο-ιδιωτικοποίησή τους![85]

 

Και, όπως αναμενόταν, οι ιδιωτικοποιήσεις στον Νότο έχουν ακόμη πιο αρνητικά αποτελέσματα από ό,τι στον Βορρά, λόγω της μεγαλύτερης διαφθοράς κ.λπ. Η ιδιωτικοποίηση του νερού, για παράδειγμα,στον Νότο, όπου δεν υπάρχει και η στοιχειώδης επίβλεψη που επιβάλλουν χώρες στον Βορρά, έχει ακόμη χειρότερες συνέπειες. Οι Αργεντινοί είδαν, μετά την ιδιωτικοποίηση του νερού που ανέλαβαν να εκμεταλλευθούν δύο μεγάλες Γαλλικές πολυεθνικές, να διπλασιάζεται η τιμή του, η οποία συνοδεύθηκε από χειροτέρευση της ποιότητάς του, προκαλώντας μαζικές διαμαρτυρίες και αποχή από πληρωμή των λογαριασμών. Αντίστοιχα, οι Βολιβιανοί είδαν την τιμή του νερού να εξαπλασιάζεται με αποτέλεσμα τα κατώτερα στρώματα να καταργήσουν το ατομικό ντους και να προσφεύγουν στα δημοτικά λουτρά. Έτσι, χάρη στην απελευθέρωση των αγορών που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εταιρείες όπως οι Vivendi-Générale des Eaux and Suez-Lyonnaise des Eaux σήμερα ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας αγοράς νερού, πραγματοποιώντας τεράστια κέρδη, με την καθεμία τους να ελέγχει πάνω από 110 εκ. ανθρώπους, η Vivendi σε 100 χώρες και η Lyonnaise σε 130.[86]

 

Συμπερασματικά, οι ιδιωτικοποιήσεις, για χώρες ιδιαίτερα στην ημιπεριφέρεια όπως η Ελλάδα, έχουν μοναδική συνέπεια την εξασφάλιση του ελέγχου των λίγων υγιών μονάδων της οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο (εφόσον, βέβαια, δεν τις αγοράζει για να τις κλείσει, όπως γίνεται συχνά!) και την εκροή στο εξωτερικό των κερδών, μερισμάτων κ.λπ., που θα μπορούσαν να δαπανηθούν για εσωτερική κατανάλωση και επενδύσεις. Φυσικά, η λύση, όπως έχω αναπτύξει στο παρελθόν, δεν είναι η επανακρατικοποίηση των ιδιωτικοποιηθείσων εταιρειών, με τις γραφειοκρατίες της πολιτικής ελίτ να δημιουργούν προβλήματα κοινωνικής σπατάλης και ασύδοτης περιφρόνησης του πολίτη, αλλά η «δημοτικοποίηση» των επιχειρήσεων αυτών, δηλαδή η ανάθεση του ελέγχου τους στις «εκκλησίες του δήμου» των ίδιων των πολιτών .

 

6. H έξαρση της ανισότητας απο τις «διαρθρωτικές αλλαγές»

 

Η συνέπεια της παρούσας διεθνοποίησης της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της —που επιβάλλεται από το άνοιγμα των αγορών, λόγω της μαζικής επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων τα τελευταία τριάντα πέντε περίπου χρόνια— είναι η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου. Ο κόσμος αυτός αποτελείται από ένα κόσμο ο οποίος περιλαμβάνει τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, είτε στον Βορρά είτε τον Νότο (αυτό που ονομάζουμε «νέο Βορρά») και έναν άλλο κόσμο που έχει αποκλειστεί από τα δήθεν «καθολικά» οφέλη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ο οποίος περιλαμβάνει την περιθωριοποιημένη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε στο Βορρά είτε στο Νότο («ο νέος Νότος»). Έτσι, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή αύξηση της παγκόσμιας ανισότητας, όπως επιβεβαιώνεται και από την τελευταία Έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, που θα δούμε στη συνέχεια. Και αυτό, βέβαια, δεν είναι καθόλου περίεργο όταν είναι γνωστό ότι σήμερα οι 350 μεγαλύτερες εταιρείες ελέγχουν το 40% του παγκόσμιου εμπορίου,[87] οι δε 500 μεγαλύτερες εταιρείες, μολονότι απασχολούν μόνο το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, ελέγχουν το 25% της παγκόσμιας παραγωγής[88]. Όπως τονίζει σχετικά ένας έγκυρος αναλυτής:[89]

Στην πραγματικότητα, οι πολυεθνικές καθορίζουν σήμερα την ατζέντα της ΕΕ, της NAFTA και του ΠΟΕ. Στελέχη τους αποτελούν μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών των διεθνών οργανισμών, των οποίων οι συνεδριάσεις δεν είναι δημόσιες. Οι ίδιες εταιρείες συμβουλεύουν τους επαγγελματίες πολιτικούς, έχοντας εύκολη πρόσβαση σε κάθε κυβερνητικό επίπεδο και χωρίς τη παραμικρή κοινωνική έγκριση, καθορίζουν μια ατζέντα που έχει μοναδικό στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών των ολίγων.

Η τελευταία Έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας είναι αποκαλυπτική για τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης γενικά και των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών ειδικότερα. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, από τις αρχές του 1990, δηλαδή, την εποχή που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να ανθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε δραματικά στις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Όπως τονίζει ο Raymond Torres, Διευθυντής του Ινστιτούτου, που συνέταξε την Έκθεση αυτή:[90]

Η Έκθεση αυτή δείχνει αδιαμφισβήτητα ότι το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων νοικοκυριών έχει διευρυνθεί από τη δεκαετία του 1990 (...) Αυτό αντανακλά τον αντίκτυπο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και την μικρότερη σήμερα δυνατότητα της εθνικής πολιτικής να ενισχύσει την εισοδηματική κατάσταση της μεσαίας τάξης και των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Η σημερινή παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση οπωσδήποτε θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, εκτός εάν υιοθετηθούν μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Έτσι, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, μεταξύ 1990 και 2005, περίπου στα δύο τρίτα των χωρών σημειώθηκε μια αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, με το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ του 10% των μισθωτών στην κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας και του 10% στην βάση της να αυξάνει στο 70% των χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ταυτοχρόνως, το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ των ανωτάτων στελεχών των επιχειρήσεων και των μέσων υπαλλήλων διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο: το 2003, οι απολαβές των διευθυνόντων συμβούλων (CEOs) των 15 μεγαλύτερων εταιρειών στις ΗΠΑ ήταν 360 φορές μεγαλύτερες από αυτές των μέσων υπαλλήλων. Το 2007 ήταν 520 φορές μεγαλύτερες! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ενώ οι πλουσιότεροι Αμερικανοί (δηλαδή το 1% του πληθυσμού στην κορυφή) συγκέντρωναν το 2,9% του ΑΕΠ το 1985 και το 5% το 1995, οι ίδιοι εισέπρατταν το 7,5% του ΑΕΠ το 2005, μόλις μια δεκαδική μονάδα μικρότερο (7,6%) από εκείνο του 1929![91] Όμως, δεν είναι μόνον το χάσμα μεταξύ ονομαστικών μισθών και άλλων μορφών εισοδημάτων που διογκώνεται στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όπως φανερώνει το γεγονός ότι στις ΗΠΑ, το μερίδιο της αμοιβής της εργασίας στο εθνικό εισόδημα μειώθηκε στο 51,6% το 2006 —ιστορικά το χαμηλότερο ποσοστό από το 1929— έναντι 54,9% το 2000.[92] Ακόμη σημαντικότερη είναι η συνεχής διεύρυνση του αντίστοιχου χάσματος σε σχέση με τους πραγματικούς μισθούς, την οποία δημιουργεί το άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών. Έτσι, η απελευθέρωση, ιδιαίτερα, των αγορών επιφέρει την έκλειψη του «κοινωνικού» μισθού —δηλαδή του ονομαστικού μισθού συν τις κοινωνικές παροχές— που είχε καθιερώσει η σοσιαλδημοκρατία.

 

Η ανισότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικά, και την Ελλάδα ειδικότερα παρουσιάζει αντίστοιχη έξαρση μετά την θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης από τις συνθήκες Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Λισαβονας κ.λπ. Συγκρίνοντας τα στοιχεία ειδικής μελέτης του ΟΟΣΑ[93] για την ανισότητα 9 χωρών της ΕΕ, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία στο τέλος της δεκαετίας του 1980 (όταν είχε αρχίσει η θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης) και στο τέλος της δεκαετίας του 1990 - αρχές της δεκαετίας του 2000 (με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας)[94] και χρησιμοποιώντας τον ίδιο στατιστικό δείκτη ανισότητας που χρησιμοποιούν οι διεθνείς μελέτες της ανισότητας, προκύπτει μια εικόνα έξαρσης αυτής μέσα στην ΕΕ τα τελευταία 20 χρόνια, η οποία βέβαια, μετά την έκρηξη της σημερινής κρίσης, αναμένεται να χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο. Έτσι, με βάση τον Gini coefficient που δίνει συνοπτική εικόνα της ανισότητας (όσο μεγαλύτερος, τόσο μεγαλύτερη η ανισότητα), ο δείκτης αυτός για τις 9 Ευρωπαϊκές χώρες ήταν 26,9 στην πρώτη περίοδο έναντι 31,5 στη δεύτερη, παρουσιάζοντας δηλαδή μια άκρως σημαντική επιδείνωση της ανισότητας κατά 17%! Σημειωτέον ότι στις χώρες αυτές (που δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα) περιλαμβάνονταν Σκανδιναβικές χώρες, φημισμένες για τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές τους (Φινλανδία, Σουηδία), αλλά και χώρες που παραδοσιακά δεν είχαν μεγάλη ανισότητα όπως το Βέλγιο, η Γερμανία και η Ολλανδία.

 

Όσον αφορά στη χώρα μας, κατ' αρχήv... δεv παράγει επίσημα στοιχεία για τηv κατανομή εισοδήματος. Στov Πίvακα «Κατανομή Εισοδήματος» της Ετήσιας Έκθεσης της Διεθvoύς Τράπεζας, η Ελλάδα είναι μόvιμα (από όλες τις χώρες της ΕΟΚ) απoύσα και μόνο στις τελευταίες εκθέσεις εμφανίζεται, όπου βλέπουμε ότι ο ίδιος δείκτης ανισότητας ήταν 32,7 το 1993[95] (σημαντικά υψηλότερος του παραπάνω Ευρωπαϊκού μέσου την ίδια εποχή), ενώ το 2000 (τελευταία χρονιά για την οποία έδωσε στοιχεία) είχε σκαρφαλώσει στο 34,3 (πάλι σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο Ευρωπαϊκό). Δηλαδή, μέσα σε 7 μόλις χρόνια η ανισότητα είχε χειροτερεύσει κατά 5%! Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί τι θα έχει γίνει με την ανισότητα από την εποχή που προσχωρήσαμε στην Ευρωζώνη και προπαντός μετά το σκάσιμο της «φούσκας» (αν, βέβαια, μάθουμε ποτέ τα στοιχεία!)

 

Την ίδια εικόνα έξαρσης της ανισότητας, μετά την θεσμοποίηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικά και την Ελλάδα ειδικότερα, παρουσιάζει έρευνα της ΕΕ για την προηγούμενη δεκαετία. Έτσι, τo πλουσιότερο 10% του πληθυσμού της ΕΕ εισέπραττε πάνω από το 25% του συνολικού εισοδήματος (στην Ελλάδα αυτό φθάνει το 27%), ενώ το φτωχότερο 10% εισέπραττε το 2%! [96] Αλλά και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την Ευρωζώνη επιβεβαιώνουν την ίδια εικόνα. Έτσι ο μέσος δείκτης Gini για 11 χώρες της Ευρωζώνης αυτή τη δεκαετία είναι 31,7 έναντι μιας ανισότητας σημαντικά μεγαλύτερης από τον Ευρωπαϊκό μέσο στην Ελλάδα (34,3).[97] Και, φυσικά, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε εδώ στις πιστοποιημένες από επιστημονικές μελέτες κοινωνικές συνέπειες της ανισότητας, από την φτώχια και την εγκληματικότητα μέχρι την ανθρώπινη υγεία. Ήδη, άλλωστε, από την προηγούμενη δεκαετία, το 20% περίπου του πληθυσμού ζούσε στο όριο της φτώχιας, ενώ παράλληλα η Ελλάδα ήταν στον κατάλογο των 20 χωρών με τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κατά κεφαλή εισόδημά μας είναι κάτω από το 40% αυτού της Ιταλίας και της Βρετανίας, έχουμε σχεδόν ίσο αριθμό δισεκατομμυριούχων με τις χώρες αυτές![98]

 

Όμως, η φτώχια δεν είναι προνόμιο μόνο των ανέργων στην Ελλάδα, αλλά ακόμη και των απασχολούμενων, με αποτέλεσμα η χώρα, μετά σχεδόν 30 ολόκληρα χρόνια στην ΕΟΚ/ΕΕ, να έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που βρίσκονται στα όρια της φτώχιας. Έτσι, σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το έτος 2005, το 14% του συνόλου των εργαζομένων, ηλικίας άνω των 18 ετών, στη χώρα μας βρίσκονται στα όρια της φτώχιας, ποσοστό που είναι υψηλότερο ακόμη και από αυτό στην Ευρώπη των 27 (μέσος όρος 8%)![99] Στην αύξηση της φτώχιας, επομένως, έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι μόνο η αύξηση της ανεργίας, αλλά και της χαμηλόμισθης απασχόλησης που εισήγαγαν οι πολιτικές ελίτ τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, η Νεοδημοκρατική κυβέρνηση, πριν λίγα χρόνια, προχώρησε (με την συμπαράσταση του ΠΑΣΟΚ, που απλώς διαφώνησε για το ότι δεν ζητήθηκε η συγκατάθεση των εργαζομένων, όπως στην περίπτωση του ΟΤΕ που άνοιξε τον δρόμο!) στην κατάργηση της μονιμότητας των νεο-προσλαμβανομένων και σε αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς των ΔΕΚΟ, με άμεσο στόχο την ελαστικοποίηση της εργασίας και την πλήρη εξομοίωσή τους με ιδιωτικές επιχειρήσεις, και τελικό στόχο την ιδιωτικοποίησή τους.

 

Με άλλα λόγια, είναι οι «διαρθρωτικές αλλαγές» που είδαμε παραπάνω (ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικές σχέσεις εργασίας, πετσόκομμα κοινωνικού κράτους κ.λπ.) που εξηγούν άριστα την έξαρση της φτώχιας και της ανισότητας. Και αυτό, διότι οι κοινωνικές αυτές παροχές (δωρεάν υγεία, εκπαίδευση, κοινωνικές ασφαλίσεις κ.λπ.) εκαλύπτοντο βασικά από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα μέσα από τον προοδευτικό φόρο εισοδήματος, τους φόρους εταιρειών, και τις εργοδοτικές εισφορές. Όμως, αυτή η πηγή χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους, την οποία καθιστούσε εφικτή η «εθνοκεντρική» οικονομία της αγοράς της κρατικιστικής περιόδου, «στέρεψε» στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου η ανάπτυξη με στόχο την εξωτερική αγορά επέβαλλε τη δημιουργία συνθηκών κόστους που θα έκαναν ανταγωνιστική την ντόπια καπιταλιστική τάξη σε σχέση με αυτές των χωρών με στοιχειώδη κοινωνικά κράτη (ΗΠΑ, Κίνα, Ανατ. Ευρώπη κ.λπ.). Η ποινή μη δημιουργίας ανάλογων συνθηκών κόστους ήταν είτε η χρεοκοπία των ντόπιων επιχειρήσεων είτε η μετακόμισή τους στους παραδείσους φθηνού εργατικού κόστους, και γενικότερα κόστους παραγωγής που συμπεριλαμβάνει φόρους, εργοδοτικές εισφορές κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η πολιτική ελίτ, η οποία έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στις ξένες επενδύσεις, από καιρό μελετούσε την μηδενική φορολόγησή τους, ενώ ταυτόχρονα αύξανε (άμεσα η έμμεσα) τα φορολογικά βάρη των κατωτέρων στρωμάτων![100] Και, φυσικά, η Χούντα του «Γιωργάκη» ήδη προχωρά ακάθεκτα στις σχετικές αλλαγές.

 

Η συνέπεια όμως της συμπίεσης τόσο του ονομαστικού, όσο και του κοινωνικού μισθού στις δυτικές χώρες, όπου είχε αναπτυχθεί περισσότερο η καταναλωτική κοινωνία, ήταν ότι τα λαϊκά ιδιαίτερα στρώματα κατέφυγαν στον μαζικό δανεισμό —φαινόμενο που χαρακτηρίζει την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση— στην προσπάθειά τους να αναπληρώσουν τις φθίνουσες κοινωνικές υπηρεσίες και να διατηρήσουν το καταναλωτικό επίπεδο που είχαν δημιουργήσει στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, με αποτέλεσμα την χρηματοπιστωτική κρίση.

 

Η παγκόσμια, επομένως, έκρηξη της ανισότητας κάθε άλλο παρά είναι τυχαία. Είναι τo άμεσo αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, όπως άλλωστε έμμεσα τονίζουν όλες οι προαναφερθείσες μελέτες. Δηλαδή, της υπovόμευσης τωv κοινωνικών υπηρεσιών, της μείωσης της φoρoλoγίας για τα αvώτερα εισοδήματα και προπαντός της «απελευθέρωσης» (από κoιvωvικoύς περιoρισμoύς) της αγοράς εργασίας, και της συνακόλουθης έκρηξης της αvεργίας και της μερικής απασχόλησης. Φυσικά, η «εξήγηση» που δίνουν οι νεοφιλελεύθεροι για την πελώρια αυτή συγκέντρωση είναι εντελώς διαφορετική. Γι’ αυτούς, είναι απλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, ο οποίος όμως υποτίθεται ότι οδηγεί τελικά σε βελτίωση της θέσης των φτωχότερων στρωμάτων, μέσω της γενικότερης βελτίωσης της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας. Αντίστοιχα, οι σοσιαλφιλελεύθεροι του Μπλερ, και οι ντόπιοι συνοδοιπόροι, υιοθετούν την «φιλοσοφία» του John Rawls ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί το πόσο πλούσιοι γίνονται μερικοί στην κορυφή αρκεί να υπάρχει κοινωνική κινητικότητα με βάση την αξιοκρατία. Όμως, η συνέπεια της εφαρμογής αυτής της αρχής στις ΗΠΑ για δεκαετίες είναι ότι η χώρα αυτή έχει σήμερα όχι μόνο την μεγαλύτερη ανισότητα, αλλά και τη χαμηλότερη κοινωνική κινητικότητα μεταξύ των αναπτυγμένων κοινωνιών του Βορρά. Το γεγονός δεν είναι, βέβαια, εκπληκτικό με βάση τη δυνατότητα που έχουν τα προνομιούχα στρώματα, μέσω της εκπαίδευσης που αγοράζουν για τους γόνους τους, να διαιωνίζουν τη θέση τους στην κοινωνική πυραμίδα[101] Παρόλα αυτά, δεν λείπουν και οι παρ ημίν, νυν βολεμένοι, σοσιαλφιλελεύθεροι Ευρωβουλευτές και τ. συγγραφείς Μαρξιστικών εγχειριδίων(!)[102] που δηλώνουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα «έχει να συνεισφέρει κάτι το μόνιμο στον οποιοδήποτε τρόπο οργάνωσης κάθε οικονομίας διότι προσέφερε υλική ευημερία, άδικη μεν, αλλά ευημερία».

 

Αλλά, η συγκέντρωση αυτή μπορεί να εξηγηθεί με ένα εναλλακτικό τρόπο, τον οποίο βέβαια αγνοούν για ευνοήτους λόγους οι νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλφιλελεύθεροι και οι «αριστεροί» της ρεφορμιστικής αριστεράς. Με βάση την εναλλακτική αυτή ερμηνεία, η συγκέντρωση είναι εγγενές χαρακτηριστικό της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς, η οποία, όσο οδηγούσε σε πιο ανοικτές και ελεύθερες αγορές, τόσο κατέληγε σε ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση. Έτσι, μολονότι η ανισότητα είναι βέβαια σύμφυτο στοιχείο της οικονομίας της αγοράς, η σημερινή έκρηξη της ανισότητας μπορεί να αποδοθεί άμεσα στην διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς τα τελευταία 25 περίπου χρόνια,[103] που είχε αναπόφευκτο αποτέλεσμα και τις νεοφιλελεύθερες/σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές τις οποίες εφαρμόζει το Διευθυντήριο της ΕΕ —ακολουθούμενο και από τους «νομάρχες» του, δηλαδή τις τοπικές πολιτικές ελίτ περιφερειακών χωρών όπως η Ελληνική, με την σύμπνοια, βέβαια, των τοπικών οικονομικών ελίτ που ιδιαίτερα ωφελούνται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση…

 


 

[1] Βλ. Διακήρυξη του Βερολίνου (25/3/2007).

[2] Βλ. Μνημόνιο Λαφονταιν-Γκύζη (που υιοθέτησε και ο ΣΥΝ) (29/11/2006).

[3] Karl Polanyi, The Great Transformation, (Beacon Press, 1944) κεφ. 1.

[4] Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος,2005), κεφ. 2.

[5] Bernard Cassen, Le Monde diplomatique (Ιαν. 2003).

[6] Βλ. ανοικτή επιστολή στους ηγέτες της ΕΕ, των Ουμπέρτο Εκο, Ντάριο Φο, Γκίντερ Γκρας, Γιούργκεν Χάμπερμας, Χάρολντ Πίντερ, Βάτσλαβ Χάβελ κ.ά (Μάρτης, 2007)

[7] Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με δημoσκόπηση τoυ Ευρωβαρόμετρoυ το Φθινόπωρο του 1993, ενώ λιγότερoι από τoυς μισoύς(47%) στις άλλες χώρες της Κoινότητας πίστευαν ότι η χώρα τoυς είχε ωφεληθεί από τη συμμετoχή τoυς στην ΕΟΚ, στην Ελλάδα τo πoσoστό αυτό έφθανε τo 72%, ενώ σε αντίστοιχη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το καλοκαίρι του 2006, οι Έλληνες εμπιστεύονταν την ΕΕ μόνο σε ποσοστό 45%!

[8] Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του όγκου των καθαρών εξαγωγών ήταν 0,7% την περίοδο 1980-90 και 0,4% την περίοδο 1990-2000 (για τη δεκαετία 2000 τα «Greek statistics” προτίμησαν να μη δώσουν στοιχεία στη Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά αναμένεται, με βάση τη καταβαράθρωση του Εμπορικού Ισοζυγίου στη δεκαετία που είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, να είναι ακόμη χειρότερα από τις προηγούμενες δεκαετίες!) World Bank, World Development Report 1997, Table 15 & World Development Indicators 2010, Table 6.2

[9] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση το World Development Report 1988, Table 11.

[10] Αυτό φαίνεται ότι έβρισκε σε αγαστή σύμπνοια τον τότε υπουργό ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ και τον Κ. Βεργόπουλο του Συνασπισμού και του Espace Marx(!), Το Βήμα της Κυριακής (25/12/1999).

[11] OECD, Economic Surveys (1996), πιν. 4.

[12] Στο ίδιο.

[13] World Bank, World Development Report (1996), πιν. 17.

[14] Wikipedia, Βλ. λήμμα “List of countries by external debt”,