(Ομιλία σε συνέδριο στο ΤΕΙ Μεσολογγίου, Οκτώβρης 1999)


Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 

Η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας (σε αντιπαράθεση με τον αδόκιμο κατά τη γνώμη μου όρο ‘παγκοσμιοποίηση’) εξετάζεται ιστορικά ως η συμπλήρωση μιας διαδικασίας που άρχισε δυο αιώνες περίπου πριν όταν καθιερώθηκε η οικονομία της αγοράς, η δυναμική  της οποίας οδήγησε στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία ανάπτυξης. Ο χαρακτήρας της διεθνοποίησης διερευνάται και οι προτάσεις έλεγχου των κοινωνικών επιπτώσεων της μέσω ενίσχυσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά αντιπαρατίθενται προς το πρόταγμα της περιεκτικής δημοκρατίας.

 

 

Σήμερα όλοι μιλούν για την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας η όπως σωστότερα θα ονόμαζα, για λόγους που θ αναφερθώ στη συνέχεια, τη ‘διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς’. Δεδομένου ότι πολλή σύγχυση υπάρχει και σε ένα βαθμό καλλιεργείται για το φαινόμενο αυτό νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να προσπαθήσουμε πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε την έννοια της παγκοσμιοποίησης, πράγμα που θα είχε μεγάλη σημασία στην συζήτηση για τη δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνικών μορφών οικονομίας με στόχο να προσεγγίσει η οικονομία πάλι την κοινωνία, που αποτελεί το θέμα του συνεδρίου αυτού.

 

Οικονομία της αγοράς και κοινωνικοί έλεγχοι 

 

Πριν όμως προχωρήσουμε στο πως φθάσαμε στο σημερινό στάδιο και εξετάσουμε τις επιπτώσεις της διεθνοποίησης και τους πιθανούς τρόπους έλεγχου των επιπτώσεων της νομίζω ότι θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε την ορολογία που χρησιμοποιούμε εφόσον πέρα πολλές φορές η ορολογία είναι πηγή μεγάλης σύγχυσης. Ο όρος «οικονομία της αγοράς» χρησιμοποιείται εδώ για να ορίσει ένα συγκεκριμένο σύστημα, που αναδύθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (την Ευρώπη), και σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (πριν από δύο αιώνες), και όχι ως γενική ιστορική κατηγορία μιας προσέγγισης που στοχεύει να δείξει την εξέλιξη του οικονομικού συστήματος στη διάρκεια της ιστορίας, όπως υποτίθεται ότι κάνει η μαρξιστική έννοια του τρόπου παραγωγής. Είναι φανερό ότι με την έννοια αυτή  η οικονομία της αγοράς δεν ταυτίζεται με τον καπιταλισμό, όπως γίνεται συνήθως. Η οικονομία της αγοράς ορίζεται εδώ ως το αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τί, πώς και για ποιόν παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών, και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι σε μια οικονομία της αγοράς δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός έλεγχος. Στο σημείο όμως αυτό, θα πρέπει να εισάγουμε μια σημαντική διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων κοινωνικού ελέγχου, μια διάκριση που θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε τη σημερινή αγοραιοποίηση και διεθνοποίηση της οικονομίας.

Υπάρχουν τρεις κυρίως τύποι πιθανών κοινωνικών ελέγχων που μπορεί να επιβληθούν στην οικονομία της αγοράς.

  • Πρώτον, οι έλεγχοι που μπορούμε να αποκαλέσουμε ρυθμιστικούς, οι οποίοι εισάγονται συνήθως από αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς προκειμένου να «ρυθμίσουν» την αγορά. Στόχος των ρυθμιστικών ελέγχων είναι να δημιουργήσουν ένα σταθερό πλαίσιο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, χωρίς να επηρεάζουν τον ουσιώδη αυτορυθμιστικό χαρακτήρα της. Τέτοιοι έλεγχοι ήταν πάντοτε αναγκαίοι για την παραγωγή και αναπαραγωγή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Παραδείγματα ρυθμιστικών ελέγχων αποτελούν οι διάφοροι έλεγχοι που εισάγονται σήμερα από τον τελευταίο γύρο της GATT, ή από τη Συνθήκη του Μάαστριχ, με στόχο την ρύθμιση της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής αγοράς αντίστοιχα, σύμφωνα με τα συμφέροντα, κυρίως, αυτών που ελέγχουν τις αντίστοιχες αγορές (πολυεθνικές, μεγάλες εθνικές και πολυεθνικές εταιρίες με έδρα την Ευρώπη κτλ).

  • Δεύτερον, υπάρχουν οι έλεγχοι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνικούς εν ευρεία εννοία, οι οποίοι, αν και ως πρωταρχικό τους στόχο έχουν την προστασία αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό, μπορεί να έχουν κάποιες έμμεσες συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι επωφελείς για την υπόλοιπη κοινωνία. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι τα διάφορα προστατευτικά μέτρα που έχουν ως στόχο την προστασία των εγχώριων αγορών εμπορευμάτων και  κεφαλαίου (δασμοί, έλεγχοι στις εισαγωγές, συναλλαγματικοί έλεγχοι κτλ).

  • Τέλος, υπάρχουν οι έλεγχοι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνικούς με τη στενή έννοια, οι οποίοι έχουν ως στόχο την προστασία των ανθρώπων και της φύσης από τις συνέπειες της αγοραιοποίησης. Τέτοιοι έλεγχοι εισάγονται συνήθως ως αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων από την πλευρά αυτών που υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες που έχει η οικονομία της αγοράς είτε στους ίδιους είτε στο περιβάλλον τους. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι η κοινωνική ασφάλιση, τα επιδόματα πρόνοιας, μακροοικονομικοί έλεγχοι για τη διασφάλιση πλήρους απασχόλησης κτλ.

Όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, αυτοί που ελέγχουν τη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς στοχεύουν στην κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων (τόσο αυτών με τη στενή όσο και αυτών με την ευρεία έννοια), όχι όμως και των ρυθμιστικών ελέγχων. ΟΙ δήθεν ‘αριστερές’ προτάσεις επομένως που γίνονται σήμερα από σοσιαλδημοκράτες, συνήθως τ. Μαρξιστές, οικονομολόγους για τον έλεγχο των διεθνοποιημένων αγορών, στο βαθμό που αποτελούν απλώς ρυθμιστικούς έλεγχους είναι συμβατοί με τα συμφέροντα αυτών που ελέγχουν τη παγκόσμια οικονομία σήμερα , γι αυτό είναι και εφικτοί. Πράγμα που δεν συμβαίνει με τους έλεγχους που θα στόχευαν στην αποτελεσματική προστασία της εργασίας η του περιβάλλοντος. 

 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ίδιοι ‘παλαιολιθικοί’ σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι,[1] (σε αντίθεση με τους σοσιαλφιλελεύθερους του ‘Τρίτου Δρόμου’ που έχουν κατανοήσει πολύ καλά τη σημασία της παγκοσμιοποίησης[2]) τους οποίους ακολουθούν και τα Πράσινα κόμματα στη κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση πολλών ευρωπαϊκών χωρών, αρνούνται το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης που το βλέπουν απλώς σαν μια ιδεολογία, είτε σαν κάτι που πάντα συνέβαινε, είτε τέλος σαν παροδικό φαινόμενο. Όσον αφορά πρώτα αυτούς που αρνούνται το ίδιο το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης το επιχείρημα που χρησιμοποιούν είναι ότι η  παγκοσμιοποίηση, με την έννοια της διεθνοποίησης της ίδιας της παραγωγής, είναι σήμερα πολύ περιορισμένη. Και αυτό είναι σωστό αν δώσουμε στη παγκοσμιοποίηση την έννοια ότι οι μονάδες παραγωγής μετατρέπονται σε ακρατικό σώματα που λειτουργούν σ’έναν χώρο χωρίς σύνορα, όπου οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους βάση αλλά αποτελούν τμήμα ενός ενοποιημένου καταμερισμού εργασίας ο οποίος εξαπλώνεται σε πολλές χώρες. Όμως υπάρχει μια στενότερη έννοια , αυτό που ονομάζω διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που αφορά την διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η οποία είναι πράγματι ένα νέο οικονομικό φαινόμενο, με σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.

 

Όπως προσπάθησα να δείξω στο τελευταίο βιβλίο μου ‘Η Περιεκτική Δημοκρατία’,[3]  η σημερινή διεθνοποίηση είναι πρωτόγνωρη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ποσοτικά, διότι ποτέ άλλοτε στην Ιστορία το άνοιγμα των μητροπολιτικών οικονομιών της αγοράς σε σχέση με το εμπόριο δεν ήταν τόσο σημαντικό. Ο κύριος δείκτης της διεθνοποίησης της οικονομίας, δηλ. το άνοιγμα της προς το εμπόριο, παρά τους μύθους των σοσιαλδημοκρατών οικονομολόγων[4] είναι σήμερα υψηλότερος παρά ποτέ. Ετσι, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, στις οποίες αναλογεί το 43% της παγκόσμιας παραγωγής, έχουν κατά μέσο όρο ένα αντίστοιχο δείκτη ανοίγματος προς το εμπόριο, που είναι σχεδόν 40% υψηλότερος από αυτόν του 1913το έτος ακμής στο παρελθόν.[5] Ποιοτικά, όπως παραδέχεται και η τελευταία Έκθεση του ΟΗΕ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη,[6] πρώτη φορά οι αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίου έχουν ανοιχθεί σε τέτοιο βαθμό, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Εμπορίου και πλειάδας πολυμερών συμφωνιών που εξασφαλίζουν τη σύνδεση των αγορών σε ένα παγκόσμιο δίκτυο όπου ανταλλάσσονται 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα.

 

Όμως, μήπως η διεθνοποίηση αυτή είναι μια ιδεολογία για να δικαιολογήσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο και κατά συνέπεια αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο; Εάν αυτό αληθεύει τότε η απάντηση στη διεθνοποίηση μπορεί να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, είτε με την εκλογή των συνεπών σοσιαλδημοκρατών τύπου Λαφοντεν στη κυβέρνηση, είτε με την εισαγωγή διάφορων κοινωνικών μορφών οικονομίας στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο με τη μορφή μεταρρυθμίσεων που θα το ‘κοινωνικοποιήσουν’, δηλ. θα δημιουργήσουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς έλεγχους της οικονομίας της αγοράς. Η θέση που θα υποστηρίξω είναι ότι το σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων δεν δίνει καμία δυνατότητα για παρόμοιες επιλογές Με αλλά λόγια, οι πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα τα τ. Σοσιαλδημοκρατικά και νυν σοσιαλφιλελευθερα κόμματα στη κυβέρνηση, μαζί με τα χρεοκοπημένα Πράσινα κόμματα, είναι πράγματι μονόδρομος και  επομένως η μόνη διέξοδος είναι η δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης στο πλαίσιο ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος ριζικής αλλαγής, έξω από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, σε  αυτό που ονομάζω περιεκτική δημοκρατία.

 

Αγοραιοποίηση και ανάπτυξη 

 

Για να δούμε όμως γιατί δεν υπάρχουν λύσεις στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική παρέκβαση. Όπως είναι φανερό από τον ορισμό που έδωσα παραπάνω, η οικονομία της αγοράς αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ευρύτερος ορισμός από τον καπιταλισμό που αναφέρεται βασικά στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Ετσι, αν και ιστορικά η οικονομία της αγοράς συνδέθηκε με τον καπιταλισμό, δηλαδή με την ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο των μέσων παραγωγής, η κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μέσω της αγοράς δεν είναι αδιανόητη μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η διάκριση μεταξύ του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα, όταν πολλοί, μετά την αποτυχία της σοσιαλιστικής οικονομίας του κεντρικού πλάνου, ανακαλύπτουν εκ νέου τις αρετές μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς[7]. Την ίδια στιγμή, διάφορα «κομμουνιστικά» κόμματα στο Νότο (Κίνα, Βιετνάμ κτλ) έχουν θέσει σ’ εφαρμογή μια στρατηγική οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς και ήδη βρίσκονται στο δρόμο που θα τις οδηγήσει σε μια σύνθεση των χειρότερων στοιχείων της οικονομίας της αγοράς (ανεργία, ανισότητα, φτώχεια) και του σοσιαλιστικού κρατισμού (απολυταρχισμός, έλλειψη πολιτικών ελευθεριών κτλ).

 

Η διαδικασία της αγοραιοποίησης είναι μια διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, τείνει να μετατρέπει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σ’ εμπορεύματα και τους πολίτες σ’ απλούς καταναλωτές. Μολονότι η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, από την οικογενειακή ζωή ως την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, παρά το γεγονός ότι αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Ήταν μόνο στην αρχή του περασμένου  αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε  το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε  οικονομική και πολιτική σφαίρα. Παρόμοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε ούτε στην κοινωνία που βασιζόταν σε φυλές, ούτε στη φεουδαρχική η την μερκαντιλιστική κοινωνία..[8] Παρόλα αυτά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός ερμήνευσε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού με βάση τις αρχές που χαρακτηρίζουν μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, διαστρεβλώνοντας, στην πορεία, τον πραγματικό χαρακτήρα και τις καταβολές  του εμπορίου, των αγορών και του χρήματος, καθώς επίσης και της αστικής ζωής

 

Το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί την οικονομία της αγοράς από όλες τις προηγούμενες οικονομίες είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύθηκε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς –ένα σύστημα στο οποίο αναπτύχθηκαν αγορές ακόμα και για τα μέσα παραγωγής, δηλαδή, την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ο έλεγχος του οικονομικού συστήματος από την αγορά σημαίνει, κατά τον Polanyi, ότι η κοινωνία λειτουργεί ως εξάρτημα της αγοράς.[9] Ο ανταγωνισμός που ήταν η κινητήρια δύναμη του καινούργιου συστήματος, διασφάλιζε ότι η δυναμική  του χαρακτηριζόταν από την αρχή «ανάπτυξη ή θάνατος». Αυτή η ίδια δυναμική συνεπάγεται ότι η οικονομία της αγοράς, από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία.

 

Έτσι, η εισαγωγή νέων συστημάτων παραγωγής κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση σε μια εμπορική κοινωνία, όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν υπό ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, οδήγησε αναπόφευκτα (με τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη του έθνους-κράτους) στο μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος, στις οποίες η αγορά έπαιζε έναν περιθωριακό ρόλο στην οικονομική διαδικασία, στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Ο ιδιωτικός έλεγχος της παραγωγής απαιτούσε ότι αυτοί που έλεγχαν τα μέσα παραγωγής θα έπρεπε να είναι οικονομικά «αποτελεσματικοί» προκειμένου να επιβιώσουν του ανταγωνισμού, έπρεπε δηλαδή να διασφαλίζουν:

  • την ελεύθερη ροή εργασίας και γης με ελάχιστο κόστος. Όμως, σε συνθήκες ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής, αυτή η ροή βρίσκεται σε μια αντίστροφη συναρτησιακή σχέση προς τους κοινωνικούς ελέγχους (με τη στενή έννοια) πάνω στην αγορά. Ετσι, όσο πιο αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι ασκούνται στην αγορά, και ιδιαίτερα στις αγορές των μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) τόσο πιο δύσκολο είναι να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους με ελάχιστο κόστος. Για παράδειγμα, η νομοθεσία για την προστασία της εργασίας έκανε την αγορά εργασίας λιγότερο ελαστική και, συνακόλουθα, τη ροή εργασίας λιγότερο ομαλή, ή πιο ακριβή. Γιαυτό και, ιστορικά,  αυτοί που είχαν ιδιωτικό έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής κατεύθυναν πάντοτε τις προσπάθειές τους προς την περαιτέρω αγοραιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή, προς την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά.

  • τη συνεχή ροή επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής και προϊόντα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τους δείκτες πωλήσεων. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η οικονομική ανάπτυξη,[10] που οδήγησε στη σημερινή  ‘οικονομία ανάπτυξης’

Ετσι, αγοραιοποιηση και ανάπτυξη είναι τα δυο θεμελιακά στοιχεία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.  Και η μεν  διαδικασία αγοραιοποιησης οδήγησε στην ιστορική σύγκρουση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού όπου οι μεν φιλελεύθεροι υποστήριζαν τη θέση της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για χάρη της μεγαλύτερης οικονομικής ‘αποτελεσματικότητας’, ενώ οι σοσιαλιστές υποστήριζαν τη θέση της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές μέσω του κράτους που υποτίθεται εξέφραζε το γενικό συμφέρον. Η δε αναπτυξιακή διαδικασία και οι συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οδήγησαν τα τελευταία περίπου 30 χρονια στη δημιουργία του οικολογικού κινήματος.

 

Οι ιστορικές φάσεις της αγοραιοποίησης 

Όσον αφορά τη διαδικασία αγοραιοποίησης ειδικότερα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ιστορικές φάσεις:

1. τη φιλελεύθερη φάση, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού  έφερε

2. την κρατικιστική φάση (μέσα δεκαετίας 1930-μεσα δεκαετίας 1970) και, τέλος,

3. τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση.

Αναλυτικότερα, ο στόχος για την απελευθέρωση των αγορών κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μεγαλύτερη προστασία: είτε εξαιτίας πίεσης από την πλευρά αυτών που έλεγχαν την παραγωγή για την λήψη μέτρων που θα τους  προστάτευαν  από τον ξένο ανταγωνισμό, είτε εξαιτίας πίεσης από την πλευρά της υπόλοιπης κοινωνίας για τη λήψη μέτρων που θα την προστάτευαν από τον ίδιο τον μηχανισμό της αγοράς. Όμως, ο προστατευτισμός, και στις δυο μορφές του, υπονόμευσε την οικονομία της αγοράς που είχε εγκαθιδρυθεί τον δέκατο ένατο αιώνα και, στην πραγματικότητα, οδήγησε σχεδόν στην κατάρρευσή της τον εικοστό αιώνα  με τη Μεγάλη Κρίση του μεσοπόλεμου.[11]

Το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της παγκόσμιας οικονομίας και της κατάρρευσης του Κανόνα  Χρυσού ήταν ότι όλες οι μεγάλες χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο  κρατικού παρεμβατισμού για τον έλεγχο της οικονομίας. Με άλλα λόγια, εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού. Αυτό ήταν ένα  γεγονός που σηματοδοτούσε μια νέα φάση στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μια φάση,που, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, αποτελούσε τη λογική κατάληξη του προστατευτισμού ο οποίος άνθισε κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο[12] και έφτασε στο απόγειο του τη δεκαετία του 1930 με την υιοθέτηση πολλών  άμεσων περιορισμών στο εμπόριο ( ποσοστώσεις, συναλλαγματικοί έλεγχοι κλπ).

Η μεταπολεμική περίοδος κρατισμού συνδέθηκε με το φαινόμενο που ονομάστηκε η ‘σοσιαλδημοκρατική συναίνεση’ η οποία δεν ήταν απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως υποστηρίζεται συνήθως, αλλά μια δομική αλλαγή με σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό/θεωρητικό καθώς επίσης και στο πολιτισμικό επίπεδο. Στο οικονομικό επίπεδο, συγκεκριμένα, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση είχε τα θεμέλιά της στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, η οποία, στο μεταπολεμικό απόγειό της, χαρακτηριζόταν από τη μαζική παραγωγή, τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τη γραφειοκρατική οργάνωση και τη μαζική κατανάλωση. Ο οικονομικός ρόλος του κράτους είχε ιδιαίτερη σημασία σε μια διαδικασία εντατικής συσσώρευσης που βασιζόταν κυρίως στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Ο ρόλος αυτός στόχευε στη διαμόρφωση του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνο έμμεσα, μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και του κράτους-πρόνοιας, αλλά και  άμεσα, μέσω των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων  και των δημόσιων επενδύσεων. Καθώς ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή ήταν σχετικά χαμηλός και κατά συνέπεια οι «βαθμοί ελευθερίας» που είχε το κράτος για την εφαρμογή μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής ήταν πολύ πιο σημαντικοί  απ’ ό,τι σήμερα, ο νέος οικονομικός ρόλος του κράτους ήταν τόσο εφικτός όσο και επιθυμητός. Στο βαθμό συνεπώς που το μεταπολεμικό επενδυτικό μπουμ συνεχιζόταν, τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, που αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν, δεν προκαλούσαν περαιτέρω προβλήματα στη διαδικασία συσσώρευσης. Στην πραγματικότητα, η περίοδος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης συνδέθηκε με ένα πρωτοφανές οικονομικό μπουμ. Παράλληλα, τη περίοδο αυτή, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, επιτεύχθηκε  αυτό που εννοούσε ο Polanyi με τον όρο Great Transformation (Μεγάλος Μετασχηματισμός): το σύστημα της αγοράς, ιδιαίτερα η εργασία και το χρήμα, τέθηκαν υπό σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους.

 

Διεθνοποίηση και νεοφιλελευθερισμός 

Παρά την επέκταση όμως του κρατισμού στο εθνικό οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία αγοραιοποίήσης στο διεθνές επίπεδο (με την έννοια της σταδιακής άρσης των ελέγχων στην κίνηση των εμπορευμάτων και αργότερα του κεφαλαίου), η οποία είχε διακοπεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την έκρηξη του προστατευτισμού που ακολούθησε, μεταπολεμικά ξανατέθηκε σε κίνηση. Έτσι, οι εμπορικές αντιπαλότητες μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών και οι συνακόλουθες παλιές εθνικιστικές αντιπαλότητες, που σημάδεψαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και οδήγησαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους, σταδιακά ξεπεράστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια γοργή επέκταση του εμπορίου (κυρίως μεταξύ των χωρών αυτών). Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρύνθηκε ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα ενόψει της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Παρόλα αυτά, η διεθνοποίηση αποτελούσε κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφερόντουσαν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς του Ευρωδολαρίου.

Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε:

  • σε πλανητικό επίπεδο (γύροι της GATT για τη μείωση των δασμών),

  • σε περιφερειακό διεθνικό επίπεδο  (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ),  Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθερων Συναλλαγών (EΖΕΣ) και

  • σε εθνικό επίπεδο (κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίου στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία στη δεκαετία του 1970 κτλ)

Η αυξανόμενη διεθνοποίηση συνεπαγόταν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν, με εντεινόμενο ρυθμό, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν – γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, που αναλογούσε περίπου στο 90% της συνολικής ζήτησης των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κρατικός τομέας έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του μεγέθους της αγοράς μέσω της ρύθμισης της συνολικής ενεργού ζήτησης. Τα μέσα που χρησιμοποιούντο γι’ αυτό το σκοπό ήταν οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες και οι δημόσιες επενδύσεις, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων. Η αναγκαία όμως συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία του οικονομικού συστήματος ήταν ένας σχετικά χαμηλός βαθμός διεθνοποίησης, δηλαδή ένας βαθμός συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο που ήταν βασικά προστατευτικό σε σχέση  με την εγχώρια αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας. Ήταν ακριβώς η βαθμιαία αναίρεση αυτής της συνθήκης, στο βαθμό που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.

Σε συνθήκες εντεινόμενης διεθνοποίησης, το μέγεθος της οικονομίας της αγοράς αυξανόμενα εξαρτάται  από τις συνθήκες προσφοράς, (οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν τις εξαγωγικές και εισαγωγικές επιδόσεις), παρά από την άμεση διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Οι συνθήκες προσφοράς γίνονται σημαντικότερες σε σχέση με τη συσσώρευση και την οικονομική ανάπτυξη, από τη στιγμή που είναι το διεθνές εμπόριο που καθορίζει το μέγεθος κάθε επιμέρους εθνικής οικονομίας ανάπτυξης, είτε θετικά (μέσω μιας  ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξαγωγές) είτε αρνητικά (μέσω μιας αποβιομηχάνισης που οφείλεται στην εισαγωγική διείσδυση). Με άλλα λόγια, σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, η ανταγωνιστικότητα, αποκτά πολύ πιο αποφασιστική σημασία, όχι μόνο σε σχέση με την ανάπτυξη που στηρίζεται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές, αλλά και σε σχέση με τη διείσδυση εισαγωγών που οδηγεί τελικά στο κλείσιμο πολλών εγχώριων επιχειρήσεων και στην ανεργία. Για να το θέσουμε σχηματικά, η οικονομία της αγοράς, καθώς  εντείνεται η διεθνοποίηση, μετατρέπεται από μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στην εγχώρια αγορά» σε μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στο εμπόριο». Στο πλαίσιο μιας  ανάπτυξης που στηρίζεται στο εμπόριο, οι συνθήκες που επικρατούν  στην παραγωγική πλευρά της οικονομίας, συγκεκριμένα αυτές που αφορούν στο κόστος παραγωγής, αποκτούν αποφασιστική σημασία: η συμπίεση του κόστους παραγωγής, ( κόστος  εργασίας,  φόροι και  ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών)  γίνεται πολύ σημαντική. Όμως, η συμπίεση του κόστους παραγωγής απαιτεί μια δραστική μείωση του κρατισμού, αφού ο κρατισμός είναι υπεύθυνος για τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα.

Άμεσα, επειδή η διόγκωση του κράτους-πρόνοιας σημαίνει μια αυξανόμενη επιβάρυνση των εργοδοτών όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους τους. Έμμεσα, επειδή, στις συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης που επικρατούν κατά την κρατικιστική φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η οργανωμένη εργασία μπορεί να ασκήσει επιτυχημένα πιέσεις για αυξήσεις στους μισθούς που υπερβαίνουν σημαντικά την αύξηση στην παραγωγικότητα. Αυτό έγινε ένα ιδιαίτερα οδυνηρό πρόβλημα (γι’ αυτούς που έλεγχαν  την οικονομία ανάπτυξης) την περίοδο 1968-73, όταν ένα μαζικό απεργιακό κίνημα, ουσιαστικά αυτονομημένο από τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία, οδήγησε σε γοργή αύξηση των μισθών και σε μια αντίστοιχη μείωση των κερδών.

Το σωρευτικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο κρατικός παρεμβατισμός δεν άφηνε ελεύθερη την αγορά εργασίας  να καθορίζει τα επίπεδα των μισθών και της απασχόλησης, όπως απαιτεί μια οικονομία της αγοράς, ήταν η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Με άλλα λόγια, η κρίση, σ’ αντίθεση με την αντίληψη που υποστηρίζεται συνήθως, δεν οφειλόταν κυρίως στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά στο γεγονός ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς που είχε ήδη επιτευχθεί δεν ήταν πια συμβατός με τον κρατισμό. Και αυτό, διότι:

1) ο αποτελεσματικός έλεγχος που ασκούσε το έθνος-κράτος στην αγορά είχε καταστεί σχεδόν αδύνατος στο πλαίσιο της αυξανόμενης διασυνοριακής κίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίου. Στο βαθμό όμως που το εντεινόμενο άνοιγμα  της μεταπολεμικής οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο δεν συνοδευόταν από ένα αντίστοιχο άνοιγμα σε σχέση με την κίνηση κεφαλαίου, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να ακολουθούν ανεξάρτητες οικονομικές πολιτικές. Μόλις. όμως, η ανάπτυξη των αγορών των ευρω-νομισμάτων μείωσε σημαντικά την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που ασκούνταν στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι υπερεθνικές επιχειρήσεις απέκτησαν μεγαλύτερη ικανότητα να υποσκάπτουν εκείνες από τις εθνικές οικονομικές πολιτικές που ήταν ασύμβατες με τους δικούς τους στόχους .

2) η επέκταση του ίδιου του κρατισμού είχε ορισμένα εγγενή στοιχεία που οδηγούσαν σε υψηλότερο πληθωρισμό και/ή σε μια συμπίεση των κερδών, στοιχεία που ήταν ιδιαίτερα οχληρά στο ανταγωνιστικό πλαίσιο που είχε δημιουργήσει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ένα τέτοιο στοιχείο ήταν η γοργή αύξηση των δημόσιων δαπανών –για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης του κοινωνικού και οικονομικού ρόλου του κράτους– η οποία σε μερικές περιπτώσεις ήταν ταχύτερη από την αύξηση των δημοσίων εσόδων, γεγονός που οδήγησε σε μια πληθωριστική κάλυψη των ελλειμμάτων που προέκυπταν στον προϋπολογισμό.[13] Ένα ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι οι εργοδότες, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο που είχαν στα κέρδη οι «υπερβολικές» αυξήσεις στους μισθούς (δηλαδή οι αυξήσεις  που ξεπερνούσαν τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα), μετακύλυσαν με επιτυχία ένα σημαντικό μέρος του αυξημένου κόστους εργασίας στους καταναλωτές, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της πετρελαϊκής κρίσης. Όμως, η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας και ο συνακόλουθος ισχυρότερος ανταγωνισμός  έκανε αυξανόμενα δύσκολη τη μετακύληση των «υπερβολικών» αυξήσεων των μισθών στις τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν η συμπίεση των κερδών που αναφέρθηκε πιο πάνω να γίνει ακόμα εντονότερη στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν η κρίση «στασιμοπληθωρισμού» στη δεκαετία του 1970, η οποία έγινε αναπόφευκτη από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις, για να μειώσουν τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργήθηκαν από τις παραπάνω τάσεις και την πετρελαϊκή κρίση, κατέφυγαν σε παραδοσιακές αντιπληθωριστικές πολιτικές. Έτσι, όχι μόνο δεν επιβραδύνθηκε ο πληθωρισμός, αλλά και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται σημαντικά, καθώς οι αντιπληθωριστικές πολιτικές ενίσχυαν τη βραχυπρόθεσμη ανεργία, πέρα από τη μακροπρόθεσμη ανεργία που αυξανόταν παράλληλα, ως αποτέλεσμα της αναδυόμενης επανάστασης στην πληροφορική.

Συνοψίζοντας, η κατάρρευση του κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, που θα συζητήσουμε στη συνέχεια, πρέπει να ειδωθούν μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η οποία κατέστησε τον κρατισμό αυξανόμενα ασύμβατο με αυτήν.

Στόχος της επίθεσης του νεοφιλελεύθερου κινήματος που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970 ήταν οι κοινωνικοί έλεγχοι επί της αγοράς που είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Οι οικονομικές ελίτ θεωρούσαν πάντοτε ότι ο σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός, με την μορφή των εθνικοποιήσεων, των πολιτικών πλήρους απασχόλησης και του κράτους-πρόνοιας, δημιουργούσε ένα τριμερές σύστημα οικονομικής δύναμης (κράτος, συνδικάτα, κεφάλαιο), το οποίο υπονόμευε την ηγεμονία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Έτσι, μόλις το επέτρεψε ένας συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, η επίθεση ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση έγινε αναπόφευκτη. Ο κύριος οικονομικός παράγοντας ήταν, όπως είδαμε, η διεθνοποίηση της οικονομίας που έγινε ασύμβατη με τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό. Οι πολιτικοί παράγοντες αναφέρονται στην παρακμή της Αριστεράς, ως αποτέλεσμα της επέκτασης των μεσαίων τάξεων σε βάρος της χειρονακτικής εργατικής τάξης, καθώς και της παράλληλης κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ο απώτατος, επομένως, στόχος του νεοφιλελευθερισμού ήταν η ενίσχυση της δύναμης αυτών που ελέγχουν την οικονομία, μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών  ελέγχων πάνω στις αγορές. Οι κύριες πολιτικές που προτάθηκαν από τους νεοφιλελεύθερους και εφαρμόστηκαν εν συνεχεία πρώτα από τις κυβερνήσεις Θάτσερ/Ρέηγκαν και αργότερα από κυβερνήσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο ήταν :

• Απελευθέρωση των αγορών

1. Η αγορά εργασίας αποτελεί τον κύριο στόχο της πολιτικής απελευθέρωσης των αγορών. Έτσι, πολλοί σημαντικοί έλεγχοι εξαλείφονται και άλλοι τροποποιούνται δραστικά με ρητό στόχο να γίνει η αγορά εργασίας περισσότερο «ελαστική», δηλαδή περισσότερο πειθήνια στις συνθήκες της αγοράς  Η αποδυνάμωση αυτών των ελέγχων, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και την αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, σήμαινε ότι οι συνέπειες των τεχνολογικών αλλαγών, που είχαν ήδη οδηγήσει σε δομική ανεργία, δεν αντισταθμίστηκαν με αποτελεσματική κρατική δράση. Αντίθετα, αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας. Ακόμα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, περιορίζοντας το δημόσιο τομέα, συνέβαλαν άμεσα στην αύξηση της ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία έχει σήμερα αποκτήσει μαζικές διαστάσεις, ενώ η φτώχεια και η ανισότητα έχουν και αυτές αυξηθεί σε βαθμό ανάλογο με την απορύθμιση της αγοράς εργασίας.

2. Oι αγορές κεφαλαίου έχουν επίσης απελελευθερωθεί, ιδιαίτερα οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές (άρση των συναλλαγματικών ελέγχων κτλ). Η απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου έχει αυξήσει τις δυνατότητες φοροδιαφυγής, έχει διαβρώσει τη φορολογική βάση που απαιτείται για τη χρηματοδότηση του κράτους-πρόνοιας, έχει κάνει την εκροή κεφαλαίου ευκολότερη και –πιο σημαντικό– κατέστησε αδύνατη οποιαδήποτε μορφή σχεδιασμού και αποτελεσματικού ελέγχου της εγχώριας συνολικής ζήτησης. Έτσι, τεράστια χρηματικά ποσά κινούνται διαρκώς σ’ αναζήτηση κερδοσκοπικών ευκαιριών και περιορίζουν αποφασιστικά τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να ακολουθούν μακροοικονομικές πολιτικές που να αποκλίνουν σημαντικά από αυτές των ανταγωνιστών τους.

3. Τέλος, όπως ήδη είδαμε, οι αγορές εμπορευμάτων έχουν και αυτές απελευθερωθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της τελευταίας συμφωνίας της GATT. Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών απελευθέρωσης των αγορών ήταν ότι «ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε δημιουργηθεί μια σχεδόν τελείως φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στην περιφέρεια του ΟΑΣΑ, που έδινε στους πρωταγωνιστές της αγοράς μια ελευθερία που δεν είχαν ποτέ από τη δεκαετία του 1920 και μετά».[14]

• Ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων.

Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι σημαντικές όχι μόνο επειδή περιορίζουν τον όγκο του δημόσιου τομέα, αλλά και επειδή δημιουργούν νέες δυνατότητες για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Εντούτοις, η μετοχοποίηση του ενεργητικού των δημοσίων επιχειρήσεων διαφημίζεται ως ένα είδος «λαϊκού καπιταλισμού», παρά το γεγονός ότι, όπως έχει δείξει η βρετανική εμπειρία,  οι ιδιωτικοποιήσεις ενισχύουν ακόμη περισσότερο την συγκέντρωση του κεφαλαίου.

• Συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας σ’ ένα ασφαλιστικό δίκτυο και παράλληλη ενθάρρυνση της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, συνταξιοδοτικά σχήματα κτλ).

Η πολιτική αυτή όχι μόνο οδηγεί στην αγοραιοποίηση τομέων της οικονομίας που βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο, αλλά μειώνει περαιτέρω τον «κοινωνικό μισθό» και αυξάνει ακόμη περισσότερο την ‘ελαστικότητα’ της εργασίας.

• Ανακατανομή του φορολογικού βάρους προς όφελος των ομάδων υψηλού εισοδήματος.

Ο ρητός στόχος των φορολογικών ελαφρύνσεων είναι η δημιουργία «κινήτρων» προς την οικονομική ελίτ για αποταμίευση και επενδύσεις, ενώ ο σιωπηρός στόχος είναι η αύξηση των καθαρών κερδών και το μοίρασμα του κόστους του ασφαλιστικού δικτύου. Το αναπόφευκτο όμως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων φορολογικών πολιτικών ήταν η περαιτέρω χειροτέρευση της κατανομής εισοδήματος.

 

Ως αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, η κερδοφορία, που είχε κατρακυλήσει στα τέλη της κρατικιστικής περιόδου, έχει σχεδόν αποκατασταθεί στα επίπεδα  του μεταπολεμικού μπουμ.

Η διεθνοποίηση της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική) που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη συνδυαστική δράση των παραγόντων αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που εκφράστηκε με τη σημαντικότατη μείωση του μεγέθους της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Έτσι, μια νέα ταξική διάρθρωση αναδείχθηκε στη μεταβιομηχανική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που άλλαξε τη σύνθεση του εκλογικού σώματος με συνέπεια τη γοργή παρακμή των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τη προσπάθειά τους να αποσπάσουν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων της προνομιούχου μειονότητας μέσω του «εκσυγχρονισμού» τους, (δηλαδή της προσαρμογής τους στις προσταγές της νεοφιλελεύθερης ατζέντας). Γι αυτό και τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, όλα τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση (Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Γερμανία), έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως η δέσμευση για πλήρη απασχόληση και το κράτος-πρόνοιας, και έχουν υιοθετήσει, με μικρές διαφοροποιήσεις, την ουσία του νεοφιλελεύθερου προγράμματος (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών κτλ) στο όνομα της απελευθέρωσης της «κοινωνίας των πολιτών» από το κράτος.

Η νέα συναίνεση δεν συνεπάγεται ότι το κράτος δεν έχει πια κανένα οικονομικό ρόλο να παίξει. Δεν θα πρέπει κανείς να συγχέει το φιλελευθερισμό/νεοφιλελευθερισμό με το laisser-faire. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ήταν το ίδιο το κράτος που δημιούργησε το σύστημα των αυτορυθμιζόμενων αγορών. Επιπλέον, κάποια μορφή κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος καλείται σήμερα να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο σε σχέση με την πλευρά της προσφοράς στην οικονομία και συγκεκριμένα καλείται να πάρει μέτρα για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να εκπαιδεύσει το εργατικό δυναμικό στις απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας, ακόμη και να επιχορηγήσει , άμεσα ή έμμεσα, τις εξαγωγικές βιομηχανίες . Κατά συνέπεια, ο τύπος κρατικού παρεμβατισμού που είναι συμβατός με τη διαδικασία αγοραιοποίησης όχι μόνο δεν αποθαρρύνεται, αλλά, αντίθετα, προωθείται ενεργά από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, ιδιαίτερα από τα «προοδευτικά» στοιχεία της (κυβέρνηση Κλίντον, ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα). Έτσι, δεν αληθεύει ο ισχυρισμός που συνήθως υποστηρίζεται ότι η νεοφιλελεύθερη συναίνεση θανάτωσε το γέννημα-θρέμμα της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, δηλαδή τη μεικτή οικονομία. Στην πραγματικότητα, έκανε κάτι χειρότερο. Αναπροσδιόρισε το περιεχόμενο της μεικτής οικονομίας ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και να αναπαράγει, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συνθήκες ανισότητας και κοινωνικής αδικίας που επικρατούσαν στις αρχές του 19ου!

Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των «αντικειμενικών» (οικονομικών και τεχνολογικών) παραγόντων που οδηγούσαν σε περαιτέρω διεθνοποίηση και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την απελευθέρωση των αγορών ήταν ότι, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έχει επιταχυνθεί με έντονους ρυθμούς.

Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Polanyi  ότι η άνοδος του κρατισμού, στη δεκαετία του 1930, ήταν ένδειξη του ουτοπικού χαρακτήρα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και της ύπαρξης μιας «υπόγειας κοινωνικής διαδικασίας»[15] που οδηγεί στον κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας της αγοράς. Στην πραγματικότητα,  αποδείχτηκε ότι ο κρατισμός αποτέλεσε ένα σχετικά σύντομο διάλειμμα στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μ’ αυτήν την έννοια, ο κρατισμός ήταν ένα μεταβατικό φαινόμενο που οφειλόταν στην αποτυχία της πρώτης απόπειρας για τη δημιουργία ενός συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτο-ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Η αποτυχία αυτή δεν είχε αιτία τον υποτιθέμενο ουτοπικό χαρακτήρα της αγοραιοποίησης της κοινωνίας, όπως πίστευε ο Polanyi, αλλά το γεγονός ότι  στη  πρώτη φάση αγοραιοποίησης, τον 19ο αιώνα, δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί, οι αντικειμενικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής.

Αντίθετα, σήμερα, αποκαθίστανται οι τέσσερις θεσμοί στους οποίους, κατά τον Polanyi, στηρίχτηκε η πρώτη απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτορυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Έτσι:

  • η αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία κατέρρευσε στις αρχές του αιώνα  έχει σήμερα προωθηθεί περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Αυτό οφείλεται στο σημερινό βαθμό ελευθερίας που έχουν οι αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, στην οπισθοχώρηση του κρατισμού σε κάθε σημείο της γης και στην παγκόσμια προώθηση ‘ελαστικών’  αγορών εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου, σαν αποτέλεσμα της συστηματικής προσπάθειας των οικονομικών ελίτ να εξαλείψουν όλους εκείνους τους κοινωνικούς έλεγχους πάνω στις αγορές που δεν είναι συμβατοί με τα συμφέροντα τους×

  • το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, το οποίο κατέρρευσε κατά την κρατικιστική φάση, επαναγκαθιδρύεται σήμερα, στο πλαίσιο ενός αμερικανοκρατούμενου ΟΗΕ, ως αποτέλεσμα της λατινοαμερικανοποίησης της Ρωσίας που κατέστησε τις Η.Π.Α. αποκλειστική υπερδύναμη×

  • το φιλελεύθερο κράτος, το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την αυτορυθμιζόμενη αγορά και το οποίο στην κρατικιστική φάση είχε επίσης καταρρεύσει σε πολλά μέρη του κόσμου, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, είναι σήμερα πανταχού παρόν× και, τέλος

  • ο διεθνής Κανόνας Χρυσού, ο οποίος ήταν αδύνατο  να επιβιώσει σε μια κατάσταση κρατικιστικής υπονόμευσης της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία αποκατάστασης και είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι κάποια εκδοχή του θα βρίσκεται σε ισχύ στις αρχές του καινούργιου αιώνα . Έτσι, η σχεδιαζόμενη εγκαθίδρυση, μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια, μιας Ευρωπαϊκής εκδοχής του Κανόνα Χρυσού, με τη μορφή ενός κοινού νομίσματος, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει, αρχικά, κινήσεις για την καθιέρωση κάποιου είδους σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των τριών ισχυρότερων διεθνών νομισμάτων (Ευρώ, Αμερικανικό δολάριο  και γιεν). Σε απώτερο στάδιο, οι κινήσεις αυτές θα πρέπει να καταλήξουν λογικά σε κάποια διεθνή εκδοχή του συστήματος του Κανόνα Χρυσού, δηλαδή σ’ ένα νέο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και πιθανόν σ’ ένα κοινό νόμισμα που, μέσα σε ένα  νέο αλληλοσυνδεδεμένο οικονομικό χώρο, θα ένωνε τα πλουσιότερα μέρη του κόσμου.

Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι  συγκυριακό φαινόμενο, όπως την παρουσιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες, αλλά ότι αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης που διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού. Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολή και η παρακμή της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση –ως αποτέλεσμα κυρίως της συρρίκνωσης της εκλογικής της βάσης– έχουν δημιουργήσει τις πολιτικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Έτσι, το γεγονός ότι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα εξίσου από τα συντηρητικά και τα ‘νεα’ σοσιαλδημοκρατικά (δηλ.σοσιαλφιλελευθερα) κόμματα, στην κυβέρνηση η την αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελεύθερου προταγματος έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών οργανισμών που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), καθώς και στις συνθήκες που αναδιαμόρφωσαν πρόσφατα την ΕΕ (Πράξη για την Ενιαία Αγορά, Συνθήκη του Μάαστριχ), καθιστά  φανερό ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα συναίνεση που θεμελιώθηκε στη νεοφιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης. Η νέα αυτή (νεοφιλελεύθερη/ σοσιαλφιλελευθερη) συναίνεση έχει αντικαταστήσει τη εκλιπούσα σοσιαλδημοκρατική συναίνεση και αντανακλά τις ριζικές δομικές αλλαγές που επέφερε η ανάπτυξη της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Οπως ανάφερα στην αρχή μια τάση που πρόσφατα έχει αναπτυχθεί, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ‘παλαιολιθικούς’ σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγους, αρνείται την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και υποστηρίζει τη θέση ότι το κράτος μπορεί ακόμα να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της οικονομίας. Η θέση όμως αυτή είναι βάσιμη μόνο όσον αφορά την υποτιθέμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και όχι στην διεθνοποίηση, με την έννοια της  διεθνοποίησης των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων που συνεπάγεται ότι οι οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων, καθώς  και η αναπαραγωγή της ίδιας της οικονομίας ανάπτυξης, καθορίζονται από την διασυνοριακή κίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου

Ο κύριος στόχος των ελίτ που ελέγχουν τη σημερινή οικονομία της αγοράς είναι, όπως ήταν πάντοτε, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτή, έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλιστούν η μέγιστη «αποτελεσματικότητα» και  ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια ελαχιστοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια, όπως οι έλεγχοι των εισαγωγών, οι δασμοί κ.τ.λ., οι οποίοι εξαλείφονται και αυτοί, ως στοιχεία που παρακωλύουν την επέκταση της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

Αυτό όμως, όπως ήδη ανάφερα, δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται όλοι οι έλεγχοι πάνω στις αγορές. Όχι μόνο οι «ρυθμιστικοί» έλεγχοι εξακολουθούν να υφίστανται και σε μερικές περιπτώσεις να επεκτείνονται, αλλά ακόμα και ορισμένοι κοινωνικοί έλεγχοι δεν εξαλείφονται. Παραδείγματα κοινωνικών ελέγχων (με την ευρεία έννοια) πάνω στις σημερινές αγορές αποτελούν τα διάφορα ‘νέα (μη δασμολογικά) προστατευτικά εμπόδια’ , όπως οι περιορισμοί στις εξαγωγές και οι ‘διευθετήσεις εύτακτης αγοράς’ (orderly marketing arrangements), που εφαρμόζονται σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, ιδιαίτερα στο χάλυβα, στα υφάσματα και στα αυτοκίνητα[16] . Ακόμα, όσον αφορά στους κοινωνικούς ελέγχους με τη στενή έννοια, παρόλο που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται κατά βάση σε αποσύνθεση, στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες διατηρούνται διάφορα «ασφαλιστικά δίκτυα» για την αποτροπή μιας μαζικής αναταραχής. Όμως, τα ασφαλιστικά δίκτυα, που στοχεύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων (στους πολύ φτωχούς κτλ), συνεπάγονται όχι μόνο την εξάλειψη του βασικού χαρακτηριστικού του κράτους-πρόνοιας, της καθολικότητάς του, αλλά και τη θεσμοποίηση της φτώχειας.

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα με την απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης εκδοχής της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας εισαγωγής ενός διεθνοποιημένου αυτορυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορους τύπους ασφαλιστικών δικτύων και ελέγχων. Ο συνδυασμός αυτός, επιδιώκει την εξασφάλιση της προνομιούχας θέσης,  της «υπερτάξης» και των στρωμάτων που απαρτίζουν την «κοινωνία των 2/3», καθώς και την  επιβίωση της «υποτάξης», χωρίς να θίγονται τα ουσιαστικά στοιχεία της διαδικασίας αυτορύθμισης. Κατά συνέπεια, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει όχι μόνο στη  διασφάλιση, με το μονοπώλιο της βίας που κατέχει, του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς,αλλά και στη συντήρηση της υποδομής για την ομαλή λειτουργία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας.

 

Είναι δυνατή η επιβολή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς; 

Το ερώτημα που γεννά η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι το εξής: Υπάρχει η δυνατότητα, στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, για την ανάπτυξη αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων με την ευρεία έννοια, με στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος που συνθλίβονται από τις απελευθερωμένες και απορυθμιζόμενες αγορές; Η απάντηση που δίνουν στο ερώτημα αυτο οι οπαδοί της προσέγγισης της ‘κοινωνίας των πολιτών’ είναι ότι, μέσω της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών, είναι δυνατή η άσκηση πίεσης για την υιοθέτηση παρομοίων ελέγχων. Όμως τα μοντέλα ‘ριζοσπαστικής’ δημοκρατίας που έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα με βάση αυτή τη προσέγγιση είναι τόσο ανιστόρητα όσο και ουτοπικά. Είναι ανιστόρητα διότι δεν βλέπουν τη διεθνοποίηση της οικονομίας ως μια φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης . Και είναι ουτοπικά διότι προϋποθέτουν ένα κρατισμό που είναι σήμερα εντελώς ασύμβατος με την διεθνοποιημένη οικονομία. Μια από τις σπάνιες εξαιρέσεις της κατηγορίας αυτής μοντέλων που ρητά προϋποθέτει μια διεθνοποιημένη οικονομία είναι το αποκαλούμενο «κοσμοπολίτικο μοντέλο δημοκρατίας» που προτείνεται από τον David Held.[17] Ο συγγραφέας προτείνει μια διαδικασία «διπλού εκδημοκρατισμού»: τον αλληλεξαρτημένο μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Η βασική παραδοχή του «κοσμοπολίτικου μοντέλου» είναι ότι στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς η δημοκρατία πρέπει να γίνει μια «υπερεθνική υπόθεση». Αυτό προϋποθέτει ότι πρέπει να ικανοποιηθούν ορισμένες θεσμικές προϋποθέσεις ώστε η ίδια η  συνέχιση της δημοκρατίας να  συνδέεται με ένα διευρυνόμενο πλαίσιο δημοκρατικών θεσμών και υποκειμένων. Τέτοιες προϋποθέσεις είναι σύμφωνα με τον Held: η δημιουργία περιφερειακών κοινοβουλίων (ένα ενισχυμένο Ευρωκοινοβούλιο αποτελεί το μοντέλο), η θέσπιση γενικών δημοψηφισμάτων που θα υπερβαίνουν τα σύνορα των εθνών-κρατών, το άνοιγμα των διεθνών κυβερνητικών οργανισμών στο δημόσιο έλεγχο, η θωράκιση ενός συνόλου δικαιωμάτων (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών) και ένας αναδιαμορφωμένος ΟΗΕ ο οποίος «θα επιδιώκει χωρίς δισταγμούς να θέτει τις αρχές της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης πάνω από αυτές της πολιτικής των υπερδυνάμεων». Ο συγγραφέας προτείνει επίσης διάφορες μεθόδους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον περιορισμό «των δραστηριοτήτων ισχυρών πολυεθνικών ομάδων συμφερόντων στην  ανεξέλεγκτη επιδίωξη των συμφερόντων τους» και το μοντέλο καταλήγει με ευχολόγια για τις ιδιωτικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις που θα εξασφαλίζουν ότι  «ο modus operandi της παραγωγής, της κατανομής και της εκμετάλλευσης των πόρων θα είναι συμβατός με τη δημοκρατική διαδικασία και ένα κοινό πλαίσιο δράσης».

Όπως καθίσταται φανερό από την παραπάνω παράθεση των θεσμικών προϋποθέσεων του «κοσμοπολίτικου μοντέλου», μερικές από αυτές είναι «ανώδυνες» για τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ και μπορεί να εκπληρωθούν ούτως ή άλλως ως αποτέλεσμα της σημερινής ανάπτυξης οικονομικών μπλοκ (περιφερειακά κοινοβούλια, περιφερειακά δημοψηφίσματα, μεγαλύτερη διαφάνεια) ενώ άλλες ρυθμίσεις βρίσκονται στην περιοχή της επιστημονικής φαντασίας (πχ ποιός θα πιέσει τις υπερδυνάμεις να παραιτηθούν των προνομίων τους σ’ έναν αναμορφωμένο ΟΗΕ;). Μεταξύ των δύο αυτών άκρων βρίσκεται μια γκρίζα περιοχή προτεινόμενων ρυθμίσεων (έλεγχοι στις δραστηριότητες των πολυεθνικών, θωράκιση ενός συνόλου οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων) των οποίων η δυνατότητα εφαρμογής εξαρτάται από το περιεχόμενο που τους εκάστοτε προσδίδεται –περιεχόμενο που ο συγγραφέας αφήνει ασαφές. Έτσι, εάν το περιεχόμενο που δίδεται στις ρυθμίσεις αυτές βρίσκεται σε αντίθεση με τις επιταγές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. εξασφάλιση του δικαιώματος κάθε πολίτη στην εργασία και καθιέρωση αντίστοιχης ισχυρής κρατικής δέσμευσης, ή  υιοθέτηση αυστηρών περιορισμών στις δραστηριότητες των πολυεθνικών με βάση οικολογικά κριτήρια) τότε μεταφερόμαστε και πάλι στην περιοχή της επιστημονικής φαντασίας και ισχύει ο,τι αναφέρθηκε παραπάνω. Εάν, από την άλλη μεριά, το περιεχόμενο που δίδεται στις ρυθμίσεις αυτές δεν επηρεάζει τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή, εάν οι ρυθμίσεις είναι ανώδυνες για τις κυρίαρχες τάξεις, τότε είναι μεν εφικτές, έχουν όμως μικρή σχέση με τις φιλοδοξίες των υποστηρικτών της προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών να επιβάλλουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους στις αγορές.

Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει καμία δυνατότητα, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, για αποτελεσματικούς έλεγχους πάνω στην αγορά με στόχο την αποτελεσματική προστασία της εργασίας η του περιβάλλοντος, ακόμη και αν η προστασία αυτή δεν ξεπερνά την προστασία που παρεχόταν στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Στο εθνικό επίπεδο, η ακόμη και στο επίπεδο οικονομικών μπλοκ όπως η ΕΕ, τέτοιοι έλεγχοι αποκλείονται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ανοικτές αγορές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας διεθνής Κευνσιανισμος θα ήταν αντίθετος με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποίησης και ως τέτοιος θα αποτελούσε στόχο των πολυεθνικών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς σήμερα μέχρι σημείου που θα τον εξουδετέρωναν. Η δε διεθνοποίηση δεν είναι ανατρέψιμη εφόσον όπως είδαμε αποτελεί δομική αλλαγή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Κατά την άποψή μου, η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στο οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό, το οικολογικό και το πολιτισμικό επίπεδο είναι η τεραστία συγκέντρωση εξουσίας στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η διέξοδος από τη κρίση βρίσκεται κατά συνέπεια στη ριζική αποκέντρωση της εξουσίας, στη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που εξασφαλίζει την ισοκατανομή εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, αυτό που ονομάζουμε περιεκτική δημοκρατία.

Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ τεσσάρων κύριων τύπων δημοκρατίας που συνιστούν τα θεμελιώδη στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: την πολιτική, οικονομική, οικολογική δημοκρατία και τη «δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο». Η πολιτική, η οικονομική και η δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο μπορούν να οριστούν, εν συντομία, ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Αντίστοιχα, μπορούμε να ορίσουμε την οικολογική δημοκρατία ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην εξάλειψη οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας για κυριαρχία πάνω στον φυσικό κόσμο, δηλαδή, ως το σύστημα που στοχεύει στην επανένωση ανθρώπου και φύσης.

Έχω σκιαγραφήσει αλλού[18] τη δομή και τον τρόπο με τον οποίο  θα μπορούσε να λειτουργεί ένα μοντέλο περιεκτικής δημοκρατίας που θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή δύναμης σε ένα οικονομικό σύστημα που θ αποτελούσε υπέρβαση τόσο του αποτυχημένου κεντρικού σχεδιασμού του τ. υπαρκτού σοσιαλισμού όσο και της οικονομίας της αγοράς στον νυν υπαρκτό καπιταλισμό. Το μοντέλο αυτό εκφράζει ένα νέο προταγμα , αυτό της περιεκτικής δημοκρατίας, που με τη σειρά του αποτελεί τη σύνθεση αλλά και την υπέρβαση του σοσιαλιστικού αλλά και του δημοκρατικού προταγματος της αυτονομίας καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα νέα κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κ.λπ.).

Κατά την άποψή μου, η δημιουργία μιας ‘κοινωνικής οικονομίας’ δηλ. μιας κοινωνίας που θα μπορεί να επιβάλλει αποτελεσματικούς έλεγχους πάνω στην αγορά για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος είναι αδύνατη στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Τα ουτοπικά όνειρα ορισμένων τμημάτων της «αριστεράς» για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ακολουθείται αναπόφευκτα από τη διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός επιβάλλει τα ‘στανταρς’ του ελάχιστου κοινού παρανομαστή’ όσον αφορά  τους κοινωνικούς και οικολογικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Επομένως, η μορφή κοινωνίας των πολιτών που αναπόφευκτα θα επικρατήσει είναι εκείνη που είναι συμβατή με το βαθμό αγοραιοποίησης που χαρακτηρίζει τα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.

Η μόνη επομένως  ρεαλιστική προσέγγιση είναι η δημιουργία ενός μαζικού διεθνούς κινήματος για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνικές μορφές κρατικιστικής οργάνωσης που αναδύονται τώρα. Βασική πολιτική στρατηγική του κινήματος αυτού θα ήταν η βαθμιαία ανάμιξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών σ’ ένα νέο είδος πραγματικά δημοκρατικής πολιτικής (με την κλασική έννοια της πολιτικής) και η παράλληλη μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς σε μια συλλογικά και δημοκρατικά ελεγχόμενη οικονομία. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου και συστήματος αξιών που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και των παλιών, θα αντικαταστήσει, σε κάποιο σημείο, τόσο την οικονομία της αγοράς και την κρατικιστική δημοκρατία, όσο και το κοινωνικό παράδειγμα που τις «νομιμοποιεί», με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.

 


[1] Bλ. π.χ. το μόλις κυκλοφορήσαν βιβλίο του Κ. Βεργόπουλου, Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα (Καστανιώτης, 1999) που προβλήθηκε μαζικά από τα ΜΜΕ και έτυχε της ενθουσιώδους υποδοχής  από εκσυγχρονιστές τ. Υπουργούς και ‘ανανεωτικούς αριστερούς’  μέχρι Ελληνορθόδοξους! 

[2] Βλ. π.χ. Anthony Giddens, The Third Way, The renewal of Social Democracy , Polity Press, 1998 

[3] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, κεφ. 1. 

[4] Hirst & Thompson, Globalisation in Question, Blackwell, 1996, πιν.2.5 

[5] Περιεκτική Δημοκρατία, πιν. 1.3 

[6] UN, Human Development Report 1999 σελ. 1 

[7] βλ. π.χ. Robert Pollin, «Financial Structures and Egalitarian Economic Policy», New Left Review, No. 214 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995). 

[8] Karl Polanyi, The Great Transformation, the Political and Economic Origins of Our Time (Boston: Beacon Press, 1944/1957), σελ 71 

[9] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 57. 

[10] Η λογική της οικονομικής ανάπτυξης έχει επαρκώς αναλυθεί τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική προοπτική. Για περαιτερω ανάλυση από την οικολογική σκοπιά, βλ., π.χ., Michael Jacobs, The Green Economy (London: Pluto Press, 1991), σελ. 3-49. Επίσης, το κεφάλαιο με τίτλο «Why Capitalism Needs Growth» [Γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται την οικονομική ανάπτυξη] στο βιβλίο του Richard Douthwaite είναι χρήσιμο, παρά τα γενικότερα μειονεκτήματα του βιβλίου, που οφείλονται κυρίως στην προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας που υιοθετεί,  Richard Douthwaite, The Growth Illusion (Devon, UK: Resurgence, 1992), σελ. 18-32. 

[11] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτικη Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, κεφ. 1 

[12] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ. 185-86. 

[13] Στη Βρετανία για παράδειγμα, τα συνολικά δημοσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατα 9% μεταξύ 1951 και 1975, ενώ οι συνολικές δημοσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 29% την ίδια περίοδο, Ian Gough, The Political Economy of the Welfare State, πίνακας 5.1, σελ. 77. 

[14] Eric Helleiner, «From Bretton Woods to Global finance: a world turned upside down» στο Richard Stubbs and Geoffrey R.D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, (London: Macmillan, 1994) 

[15] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 29 

[16] Richard Stubbs and Geoffrey R. D. Underhill, «Global Issues in Historical Perspective» στο Political Economy and the Changing Global Order (London: Macmillan, 1994),  σελ. 156. 

[17] David Held, «Democracy: From City-States to a Cosmopolitan Order?» στο Prospects for Democracy, σελ. 13-52. Βλ. ακόμα, το τελευταίο βιβλίο του Held Democracy and the Global Order, (Cambridge, Polity, 1995), στο οποίο αναπτύσσεται περαιτέρω η πρόταση για ένα κοσμοπολίτικο μοντέλο δημοκρατίας. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας, εκκινώντας από έναν φιλελεύθερο ορισμό της αυτονομίας με όρους ίσων δικαιωμάτων (σελ. 147), ορισμό που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την κλασική έννοια της αυτονομίας και με την έννοια που αναπτύσσεται στο παρόν βιβλίο, καταλήγει με μια λίστα προτάσεων παρόμοιων με αυτές που σκιαγράφησα στο κείμενο, οι οποίες, μέσα στο πλαίσιο της λογικής και της δυναμικής της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, (που ο συγγραφέας θεωρεί δεδομένο), δεν ισοδυναμούν παρά μ’ ένα ευχολόγιο. 

[18] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτικη Δημοκρατία, κεφ. 6-7